ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με το σχέδιο εκτελεστικής απόφασης του Συμβουλίου για την έναρξη της αυτοματοποιημένης ανταλλαγής δακτυλοσκοπικών δεδομένων στο Ηνωμένο Βασίλειο

8.5.2020 - (14247/2019 – C9‑0198/2019 – 2019/0819(CNS)) - *

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων
Εισηγητής: Juan Fernando López Aguilar

Διαδικασία : 2019/0819(CNS)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A9-0100/2020
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A9-0100/2020
Συζήτηση :
Ψηφοφορία :
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με το σχέδιο εκτελεστικής απόφασης του Συμβουλίου για την έναρξη της αυτοματοποιημένης ανταλλαγής δακτυλοσκοπικών δεδομένων στο Ηνωμένο Βασίλειο

(14247/2019 – C9‑0198/2019 – 2019/0819(CNS))

(Διαβούλευση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

 έχοντας υπόψη το σχέδιο του Συμβουλίου (14247/2019),

 έχοντας υπόψη το άρθρο 39 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως τροποποιήθηκε από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, και το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, σύμφωνα με τα οποία κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C9-0198/2019),

 έχοντας υπόψη την απόφαση 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008, σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος[1], και ιδίως το άρθρο 33,

 έχοντας υπόψη το άρθρο 82 του Κανονισμού του,

 έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A9‑0100/2020),

1. απορρίπτει το σχέδιο του Συμβουλίου·

2. αναθέτει στην Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.


 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Σκοπός του παρόντος σχεδίου εκτελεστικής απόφασης του Συμβουλίου, που βασίζεται στο άρθρο 33 της απόφασης 2008/615/JHA του Συμβουλίου (εφεξής απόφαση Prüm)[2], είναι να επιτραπεί η ανταλλαγή δακτυλοσκοπικών δεδομένων μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των κρατών μελών που δεσμεύονται από την απόφαση Prüm.

 

1. Ιστορικό

 

Η απόφαση Prüm προβλέπει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την πρόληψη και τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανταλλάσσουν δακτυλοσκοπικά δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία στα εθνικά τους συστήματα αυτοματοποιημένης αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων, το οποίο έχει δημιουργηθεί για την πρόληψη και τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων. Το άρθρο 9 της απόφασης Prüm προβλέπει τη διεξαγωγή αυτοματοποιημένης αναζήτησης δακτυλοσκοπικών δεδομένων από την αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους στο εθνικό σύστημα άλλου κράτους μέλους. Η παροχή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπεται από την απόφαση αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί προτού το Συμβούλιο αποφασίσει ότι ένα κράτος μέλος που επιθυμεί να συμμετάσχει σε αυτή την ανταλλαγή έχει ενσωματώσει στο εθνικό του δίκαιο τις γενικές διατάξεις περί προστασίας δεδομένων που ορίζονται στην απόφαση Prüm (άρθρο 25 παράγραφος 2 και άρθρο 33). Σύμφωνα με την απόφαση 2008/616/JHA του Συμβουλίου[3], η προτεινόμενη εκτελεστική απόφαση πρέπει να εκδίδεται έπειτα από έκθεση αξιολόγησης σχετικά με την εφαρμογή των γενικών διατάξεων για την προστασία των δεδομένων που ορίζονται στην απόφαση Prüm, βάσει ερωτηματολογίου, πιλοτικής εκτέλεσης και επίσκεψης αξιολόγησης, τα αποτελέσματα των οποίων πρέπει να υποβληθούν στο Συμβούλιο.

Το σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών που θεσπίστηκε με την απόφαση Prüm βασίζεται στην αρχή της πλήρους αμοιβαιότητας της πρόσβασης και αποσκοπεί στην ενίσχυση της διασυνοριακής συνεργασίας μέσω της ανταλλαγής των δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία στα εθνικά τους συστήματα για την πρόληψη και τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων (π.χ. δεδομένα για καταδικασθέντες και υπόπτους). Ωστόσο, έχει καταστεί σαφές ότι η εφαρμογή της απόφασης Prüm από διάφορα κράτη μέλη δεν συνάδει πλήρως με την αρχή της πλήρους αμοιβαιότητας. Επιπλέον, η ικανότητα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών ποικίλλει επίσης σε μεγάλο βαθμό και έχει ως αποτέλεσμα μια μη ισορροπημένη ροή πληροφοριών.

 

Το 2019, το Συμβούλιο εξέδωσε απόφαση για τη χορήγηση πρόσβασης στο Ηνωμένο Βασίλειο στον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών για το DNA[4]. Με το προτεινόμενο σχέδιο το Συμβούλιο έχει ως στόχο να παράσχει πρόσβαση στο Ηνωμένο Βασίλειο στην ανταλλαγή δακτυλοσκοπικών δεδομένων. Δεν διατυπώθηκε πρόθεση από το Συμβούλιο να ξεκινήσει παρόμοια διαδικασία για τα δεδομένα σχετικά με την ταξινόμηση των οχημάτων, που αποτελεί το πιο επιτυχημένο μέρος της αρχιτεκτονικής της απόφασης Prüm.

 

Οι αποφάσεις 2008/615/JHA και 2008/616/JHA του Συμβουλίου θεσπίζουν κανόνες για την ανταλλαγή μεταξύ των κρατών μελών. Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι, τον Οκτώβριο του 2019, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει με την αποστολή προειδοποιητικών επιστολών στην Αυστρία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία για την υπογραφή, στις 13 Σεπτεμβρίου 2018, μιας συμφωνίας με πέντε χώρες των Δυτικών Βαλκανίων για την αυτοματοποιημένη ανταλλαγή δεδομένων DNA, δακτυλοσκοπικών δεδομένων και δεδομένων σχετικών με την ταξινόμηση των οχημάτων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η συμφωνία παραβιάζει την αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ στον τομέα αυτό, ιδίως επειδή η ανταλλαγή των εν λόγω δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών καλύπτεται από τις αποφάσεις Prüm του Συμβουλίου (αποφάσεις του Συμβουλίου 2008/615/JHA και 2008/616/JHA).[5] Παρόμοιες ανησυχίες έχουν εκφραστεί σχετικά με τη θέσπιση ανταλλαγής δεδομένων DNA και δακτυλοσκοπικών δεδομένων με άλλες τρίτες χώρες, όπως οι ΗΠΑ.

 

2. Στόχος και βασικά στοιχεία του σχεδίου απόφασης του Συμβουλίου

 

Με αυτό το σχέδιο εκτελεστικής απόφασης, το Συμβούλιο επιδιώκει να επιτρέψει στο Ηνωμένο Βασίλειο να συμμετάσχει στην αυτοματοποιημένη αναζήτηση δακτυλοσκοπικών δεδομένων και να προχωρήσει στην παροχή και λήψη δακτυλοσκοπικών δεδομένων σύμφωνα με το σύστημα που προβλέπεται στο άρθρο 9 της απόφασης Prüm.

 

Ωστόσο, όπως δηλώνει το Συμβούλιο στο σχέδιο εκτελεστικής απόφασής του, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν προτίθεται να διαθέσει δακτυλοσκοπικά δεδομένα υπόπτων, παρά την προσδοκία του Συμβουλίου, και σε αντίθεση με παρόμοιες αποφάσεις που έχουν εκδοθεί για άλλα κράτη μέλη. Αυτό αντιβαίνει επίσης στην αρχή της αμοιβαιότητας στην οποία βασίζεται το σύστημα Prüm.

 

Το Συμβούλιο αποδέχτηκε την εν λόγω ιδιαίτερη κατάσταση στην προηγούμενη εκτελεστική του απόφαση 2019/968, της 6ης Ιουνίου 2019, για την έναρξη της αυτοματοποιημένης ανταλλαγής δεδομένων όσον αφορά τα δεδομένα DNA στο Ηνωμένο Βασίλειο, που ισχύει από τις 7 Ιουνίου 2019. Το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη την παραβίαση της αρχής της αμοιβαιότητας, και αφού η Επιτροπή διατύπωσε αρνητική γνώμη λόγω της παραβίασης της αρχής της πλήρους αμοιβαιότητας, τόνισε την πρακτική και λειτουργική σημασία της συμπερίληψης των προφίλ των υπόπτων στην αυτοματοποιημένη ανταλλαγή δεδομένων DNA για τη δημόσια ασφάλεια, και ιδίως για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο εξάρτησε ρητώς τη συνέχιση αυτών των ανταλλαγών από την υποχρέωση του Ηνωμένου Βασιλείου να προβεί σε πλήρη επανεξέταση της πολιτικής του αποκλεισμού των προφίλ των υπόπτων από την αυτοματοποιημένη ανταλλαγή δεδομένων DNA έως τις 15 Ιουνίου 2020. Εάν, μέχρι την ημερομηνία αυτή, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ενημερώσει ότι επανεξέτασε την πολιτική του, το Συμβούλιο θα αξιολογήσει εκ νέου, εντός τριών μηνών, την κατάσταση όσον αφορά τη συνέχιση ή τον τερματισμό της ανταλλαγής δεδομένων DNA με το Ηνωμένο Βασίλειο.

 

3. Ρήτρα επανεξέτασης

 

Όπως με την εκτελεστική απόφαση 2019/968 του Συμβουλίου, στο προτεινόμενο σχέδιο απόφασης το Συμβούλιο, έχοντας επίγνωση αυτής της ανωμαλίας, επαναλαμβάνει την «πρακτική και επιχειρησιακή σημασία της συμπερίληψης των προφίλ των υπόπτων στην αυτοματοποιημένη ανταλλαγή δακτυλοσκοπικών δεδομένων για τη δημόσια ασφάλεια, και ιδίως για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος».

Για τον λόγο αυτό, το Συμβούλιο θεσπίζει επίσης ρήτρα επανεξέτασης της εν λόγω εκτελεστικής απόφασης. Εάν, έως τις 15 Ιουνίου 2020, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει επανεξετάσει την πολιτική εξαίρεσης των προφίλ των υπόπτων από την αυτοματοποιημένη ανταλλαγή δακτυλοσκοπικών δεδομένων, το Συμβούλιο δύναται να τερματίσει την ανταλλαγή δακτυλοσκοπικών δεδομένων με το Ηνωμένο Βασίλειο.

 

4. Αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ: αντίκτυπος της μεταβατικής περιόδου

 

Στην παρούσα υπόθεση, το πρακτικό αποτέλεσμα της έγκρισης του σχεδίου εκτελεστικής απόφασης και η ανταλλαγή δακτυλοσκοπικών δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών και του Ηνωμένου Βασιλείου θα περιοριστεί στη μεταβατική περίοδο που ορίζεται στη συμφωνία για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας[6]. Αυτή η μεταβατική περίοδος λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2020, μετά την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο καθίσταται τρίτη χώρα. Επιπλέον, η βασική απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2 της απόφασης Prüm εφαρμόζεται στα κράτη μέλη που συμμετέχουν στον μηχανισμό Prüm. Εάν κριθεί σκόπιμο και ληφθεί ανάλογη απόφαση, μια τρίτη χώρα θα απαιτούσε διαφορετική νομική πράξη για να προχωρήσει στην ανταλλαγή των δακτυλοσκοπικών δεδομένων ή άλλων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ορίζονται στην απόφαση Prüm.

 

5. Μελλοντική σχέση μεταξύ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου

 

Η μελλοντική σχέση μεταξύ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου ενδέχεται να διέπεται από μια νέα συμφωνία εταιρικής σχέσης. Οι διαπραγματεύσεις για την εν λόγω νέα συμφωνία εταιρικής σχέσης ξεκίνησαν ήδη τον Μάρτιο του 2020 και θα καλύψουν επίσης τους τομείς της επιβολής του νόμου και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Η συνέχιση της ανταλλαγής δακτυλοσκοπικών δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών και του Ηνωμένου Βασιλείου ως τρίτης χώρας θα υπόκειται σε ειδικές προϋποθέσεις και διασφαλίσεις λόγω του καθεστώτος τρίτης χώρας του Ηνωμένου Βασιλείου και του γεγονότος ότι προφανώς δεν θα μπορούσε να έχει τα ίδια δικαιώματα και διευκολύνσεις με τα κράτη μέλη.

Η σύσταση της Επιτροπής, της 3ης Φεβρουαρίου 2020, για απόφαση του Συμβουλίου για την έγκριση έναρξης διαπραγματεύσεων για μια νέα εταιρική σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας[7] προβλέπει ότι η μελλοντική εταιρική σχέση στο πλαίσιο της επιβολής του νόμου θα πρέπει να υποστηρίζεται από δεσμεύσεις για τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της επαρκούς προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία αποτελεί καταλύτη για τη συνεργασία.  Αναφέρεται ότι το επίπεδο φιλοδοξίας της συνεργασίας για την επιβολή του νόμου και της δικαστικής συνεργασίας θα εξαρτηθεί από το επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διασφαλίζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Έχει επισημανθεί ότι η Επιτροπή θα επιδιώξει την έκδοση απόφασης επάρκειας για τη διευκόλυνση της εν λόγω συνεργασίας, εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις (§ 112).

Σε γραπτή δήλωση του πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου, της 3ης Φεβρουαρίου 2020, σχετικά με τις σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ[8], ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου δήλωσε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα αναπτύξει στο μέλλον χωριστές και ανεξάρτητες πολιτικές σε τομείς όπως η προστασία των δεδομένων. Επιπλέον, κατά τον πρώτο γύρο των διαπραγματεύσεων (2-5 Μαρτίου 2020) για τη μελλοντική συμφωνία εταιρικής σχέσης, το Ηνωμένο Βασίλειο ενημέρωσε ότι, όσον αφορά τη δικαστική και αστυνομική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, δεν θα δεσμευτεί να επιβάλει την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και δεν θα αποδεχθεί την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της ΕΕ.  Απαντώντας σε αυτό, ο διαπραγματευτής της ΕΕ κ. Barnier κατέστησε σαφές ότι, εάν το Ηνωμένο Βασίλειο διατηρήσει αυτή τη θέση, αυτό θα έχει άμεσες και πρακτικές συνέπειες για τη συνεργασία μεταξύ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία θα εξακολουθήσει να είναι δυνατή βάσει των διεθνών συμφωνιών, αλλά δεν θα είναι πολύ φιλόδοξη[9].

Στο ψήφισμά του, της 12ης Φεβρουαρίου 2020[10], το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τόνισε ότι «το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να έχει άμεση πρόσβαση σε δεδομένα των συστημάτων πληροφοριών της ΕΕ ή να συμμετέχει στις διαχειριστικές δομές των οργανισμών της ΕΕ στον τομέα της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης, ενώ οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με το Ηνωμένο Βασίλειο, θα πρέπει να υπόκειται σε αυστηρές διασφαλίσεις και απαιτήσεις ελέγχου και εποπτείας, συμπεριλαμβανομένου ενός επιπέδου προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ισοδύναμου με το επίπεδο προστασίας που εγγυάται το δίκαιο της ΕΕ».

Το Κοινοβούλιο υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης όπως την ερμηνεύει το Δικαστήριο της ΕΕ[11], προκειμένου να διαπιστώσει η Επιτροπή κατά πόσον είναι ικανοποιητικό το βρετανικό πλαίσιο προστασίας δεδομένων, πρέπει το Ηνωμένο Βασίλειο να αποδείξει ότι παρέχει επίπεδο προστασίας «ουσιαστικά ισοδύναμο» με εκείνο που παρέχεται από το ενωσιακό νομικό πλαίσιο, μεταξύ άλλων και για τις περαιτέρω διαβιβάσεις σε τρίτες χώρες. Σε αυτό το πλαίσιο, το Κοινοβούλιο θεωρεί αναγκαίο να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο νομικό πλαίσιο του Ηνωμένου Βασιλείου που διέπει τους τομείς της εθνικής ασφάλειας ή της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρχές επιβολής του νόμου. 

Το Κοινοβούλιο υπογράμμισε επίσης ότι τυχόν αμοιβαίες ρυθμίσεις για έγκαιρες, ουσιαστικές και αποτελεσματικές ανταλλαγές δεδομένων που περιέχονται σε καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) και για την επεξεργασία δεδομένων DNA, δακτυλικών αποτυπωμάτων και δεδομένων σχετικά με την ταξινόμηση οχημάτων (Prüm), καθώς και η επιχειρησιακή συνεργασία μέσω της Ευρωπόλ και της Eurojust, πρέπει να βασίζονται σε ισχυρές διασφαλίσεις και προϋποθέσεις και να συμμορφώνονται πλήρως με τη γνωμοδότηση 1/15 του ΔΕΕ[12].

Το Κοινοβούλιο επίσης κάλεσε το Ηνωμένο Βασίλειο να αποκαταστήσει τις σοβαρές ελλείψεις που εντοπίστηκαν όσον αφορά τη χρήση του SIS, και κάλεσε το Συμβούλιο και την Επιτροπή να παρακολουθούν πολύ στενά τη διαδικασία, ώστε να διασφαλιστεί η ορθή αντιμετώπιση όλων των ελλείψεων χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση. Το Κοινοβούλιο θεωρεί ότι οι ρυθμίσεις της μελλοντικής συνεργασίας μεταξύ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου στον τομέα της επιβολής του νόμου θα πρέπει να συζητηθούν μόνο μετά την αντιμετώπιση των ελλείψεων.

6. Συμπέρασμα

Τα δακτυλοσκοπικά δεδομένα είναι μια ιδιαίτερη ευαίσθητη κατηγορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που απαιτεί ειδική προστασία, καθώς η επεξεργασία τους θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικούς κινδύνους για τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες. Το δίκαιο της Ένωσης ορίζει ότι, όταν πρόκειται να διενεργηθεί η εν λόγω επεξεργασία, πρέπει να παρέχονται κατάλληλες εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων.

Λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση των διαπραγματεύσεων για τις μελλοντικές σχέσεις μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ, δεν είναι ακόμη σαφές εάν μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020 το Ηνωμένο Βασίλειο θα πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται βάσει του ενωσιακού δικαίου ώστε να θεωρείται ότι παρέχει ουσιαστικά ισοδύναμο επίπεδο προστασίας με αυτό που παρέχεται από το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, χωρίς ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ισχυρές και αυστηρές προϋποθέσεις και διασφαλίσεις για την επεξεργασία των δακτυλοσκοπικών δεδομένων, η επεξεργασία που προκύπτει από την αυτοματοποιημένη αναζήτηση δακτυλικών αποτυπωμάτων και την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπεται στο άρθρο 9 της απόφασης Prüm θα δημιουργούσε σοβαρούς κινδύνους για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των ατόμων.

Επιπλέον, κατά την άποψη του εισηγητή, το ζήτημα της συμπερίληψης των δεδομένων των υπόπτων θα πρέπει να επιλυθεί προτού επιτραπεί η ανταλλαγή δεδομένων με το Ηνωμένο Βασίλειο, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι ανταλλαγές αυτοματοποιημένων δεδομένων τηρούν πλήρως την αρχή της αμοιβαιότητας του συστήματος Prüm, την οποία εφαρμόζουν τα υπόλοιπα κράτη μέλη που συμμετέχουν σε αυτό.

Το προτεινόμενο σχέδιο εκτελεστικής απόφασης θα μπορούσε να εγκριθεί και να τεθεί σε ισχύ λίγες εβδομάδες πριν από τις 15 Ιουνίου 2020 - ημερομηνία, έως την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να κοινοποιήσει στο Συμβούλιο την πρόθεσή του να καταστήσει διαθέσιμα τα προφίλ των υπόπτων και το Συμβούλιο να αξιολογήσει εκ νέου τη συνέχιση της ανταλλαγής δεδομένων.

Επιπλέον, παρά το αίτημα για πρόσθετες πληροφορίες που υπέβαλαν τα μέλη της επιτροπής LIBE στην Προεδρία του Συμβουλίου κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής LIBE της 18ης Φεβρουαρίου 2020 και τις επιστολές του προέδρου της επιτροπής LIBE της 20ής Φεβρουαρίου 2020 και της 5ης Μαρτίου προς την Προεδρία του Συμβουλίου και την Επιτροπή, με τις οποίες ζητούσε απαντήσεις σε συγκεκριμένες γραπτές ερωτήσεις και όλα τα έγγραφα σε σχέση με το εν λόγω σχέδιο εκτελεστικής απόφασης και την εφαρμογή της απόφασης Prum, το Κοινοβούλιο δεν έλαβε την έκθεση αξιολόγησης στην οποία συνοψίζονται τα αποτελέσματα του ερωτηματολογίου, της επίσκεψης αξιολόγησης και της πιλοτικής εκτέλεσης όσον αφορά την ανταλλαγή δακτυλοσκοπικών δεδομένων, η οποία υποβλήθηκε στο Συμβούλιο. Στην επιστολή της, με ημερομηνία 20 Μαρτίου 2020, η Προεδρία του Συμβουλίου αρνήθηκε να παράσχει τα ζητηθέντα έγγραφα χωρίς σαφή αιτιολόγηση. Η υποβολή της εν λόγω έκθεσης αποτελεί προϋπόθεση για την έγκριση της εκτελεστικής απόφασης. Ο εισηγητής είναι της άποψης ότι η εν λόγω έκθεση αξιολόγησης θα έπρεπε να υποβληθεί στο Κοινοβούλιο προκειμένου αυτό να μπορέσει να εκτελέσει ορθά τα νομοθετικά και ελεγκτικά καθήκοντά του στην τρέχουσα νομική διαδικασία. Επιπλέον, ο εισηγητής είναι της γνώμης ότι το Συμβούλιο θα πρέπει να εγκρίνει την εκτελεστική πράξη αφού το Ηνωμένο Βασίλειο κοινοποιήσει την πρόθεσή του να συμπεριλάβει τα σχετικά με τους υπόπτους δεδομένα τόσο για την ανταλλαγή δεδομένων DNA όσο και για την ανταλλαγή δακτυλοσκοπικών δεδομένων, ως εκ τούτου, επιβεβαιώσει την πρόθεσή του να εφαρμόσει επίσης πλήρη αμοιβαιότητα στη μελλοντική σχέση με την Ένωση στον τομέα της ασφάλειας.

Ως εκ τούτου, ελλείψει αυτών των σημαντικών πληροφοριών, και δεδομένου του γεγονότος ότι το παρόν σχέδιο εκτελεστικής απόφασης του Συμβουλίου θα είναι αναγκαστικά περιορισμένο χρονικά έως την 31η Δεκεμβρίου 2020, και θα μπορούσε ακόμη και να τερματιστεί μετά τις 15 Ιουνίου 2020, ο εισηγητής είναι της άποψης ότι η έγκριση της εκτελεστικής απόφασης που θα επιτρέψει στο Ηνωμένο Βασίλειο να προχωρήσει στην αυτοματοποιημένη αναζήτηση δακτυλοσκοπικών δεδομένων και να λαμβάνει και να παρέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 9 της απόφασης 2008/615/JHA, δεν θα πρέπει να εγκριθεί υπό τις παρούσες συνθήκες.

Το σχέδιο εκτελεστικής απόφασης του Συμβουλίου βασίζεται σε νομική πράξη που έχει εκδοθεί στο πλαίσιο του πρώην τρίτου πυλώνα της πρώην Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 1 της πρώην Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο το Δικαστήριο απεφάνθη ότι εξακολουθεί να ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου αριθ. 36, όταν το Συμβούλιο θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα βάσει του κεκτημένου του πρώην τρίτου πυλώνα, πρέπει να ζητείται η γνώμη του Κοινοβουλίου, αλλά το Συμβούλιο μπορεί να ορίσει προθεσμία για την έκδοση γνώμης από το Κοινοβούλιο. Σε προηγούμενους παρόμοιους φακέλους, οι αντίστοιχοι εισηγητές πρότειναν στο Κοινοβούλιο να συμφωνήσει με την εκτελεστική πράξη και, ως εκ τούτου, η έγκριση χωρίς τροποποίηση θεωρήθηκε σκόπιμη (απλοποιημένη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 52). Η εν λόγω διαδικασία κρίθηκε σκόπιμη και για τη συμμόρφωση με την προθεσμία που είχε θέσει το Συμβούλιο. Δεδομένου ότι η γνώμη του εισηγητή είναι ότι το Κοινοβούλιο δεν πρέπει να συμφωνήσει με το προτεινόμενο σχέδιο εκτελεστικής απόφασης, ακολουθείται η διαδικασία για τη σύνταξη εκθέσεων βάσει του άρθρου 59 του Κανονισμού ως η πλέον κατάλληλη.

7. Συστάσεις του εισηγητή

Ως εκ τούτου, ο εισηγητής συνιστά στο Κοινοβούλιο να απορρίψει το σχέδιο εκτελεστικής απόφασης του Συμβουλίου και να ζητήσει από το Συμβούλιο να μην εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικής απόφασής του και να μην λάβει σχετική απόφαση έως ότου δοθούν από το Ηνωμένο Βασίλειο εγγυήσεις σχετικά με την πλήρη αμοιβαιότητα και την προστασία των δεδομένων και έως ότου τεθεί υπό διαπραγμάτευση και ολοκληρωθεί το νέο νομικό πλαίσιο για τη νέα εταιρική σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο.


ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Τίτλος

Εκτελεστική απόφαση για την έναρξη της αυτοματοποιημένης ανταλλαγής δεδομένων όσον αφορά τα δακτυλοσκοπικά δεδομένα στο Ηνωμένο Βασίλειο

Έγγραφα αναφοράς

14247/2019 – C9-0198/2019 – 2019/0819(CNS)

Ημερομηνία κλήσης του ΕΚ προς γνωμοδότηση

12.12.2019

 

 

 

Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας

 Ημερομηνία αναγγελίας στην ολομέλεια

LIBE

19.12.2019

 

 

 

Εισηγητές:

 Ημερομηνία ορισμού

Juan Fernando López Aguilar

6.2.2020

 

 

 

Εξέταση στην επιτροπή

19.2.2020

 

 

 

Ημερομηνία της έγκρισης

7.5.2020

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

35

30

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Magdalena Adamowicz, Katarina Barley, Pernando Barrena Arza, Pietro Bartolo, Nicolas Bay, Vladimír Bilčík, Ioan-Rareş Bogdan, Patrick Breyer, Saskia Bricmont, Damien Carême, Caterina Chinnici, Clare Daly, Lena Düpont, Laura Ferrara, Nicolaus Fest, Jean-Paul Garraud, Sylvie Guillaume, Andrzej Halicki, Balázs Hidvéghi, Evin Incir, Sophia in ‘t Veld, Patryk Jaki, Lívia Járóka, Marina Kaljurand, Assita Kanko, Fabienne Keller, Peter Kofod, Moritz Körner, Alice Kuhnke, Jeroen Lenaers, Juan Fernando López Aguilar, Lukas Mandl, Nuno Melo, Roberta Metsola, Nadine Morano, Javier Moreno Sánchez, Maite Pagazaurtundúa, Nicola Procaccini, Emil Radev, Paulo Rangel, Terry Reintke, Diana Riba i Giner, Ralf Seekatz, Birgit Sippel, Sylwia Spurek, Tineke Strik, Ramona Strugariu, Annalisa Tardino, Cristian Terheş, Tomas Tobé, Dragoş Tudorache, Milan Uhrík, Tom Vandendriessche, Bettina Vollath, Jadwiga Wiśniewska, Javier Zarzalejos

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Abir Al-Sahlani, Malin Björk, Beata Kempa, Ondřej Kovařík, Nathalie Loiseau, Κώστας Παπαδάκης, Domènec Ruiz Devesa, Miguel Urbán Crespo, Isabel Wiseler-Lima

Ημερομηνία κατάθεσης

8.5.2020

 


 

ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗ  ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

35

+

S&D

Katarina Barley, Pietro Bartolo,  Caterina Chinnici, Sylvie Guillaume, Evin Incir, Marina Kaljurand, Juan Fernando López Aguilar, Javier Moreno Sánchez, Domènec Ruiz Devesa, Brigit Sippel, Sylwia Spurek, Cristian Terheş, Bettina Vollath

RENEW

Abir Al-Sahlani, Sophia in 't Veld, Fabienne Keller, Moritz Körner, Ondřej Kovařík, Nathalie Loiseau, Maite Pagazaurtundúa, Ramona Strugariu, Dragoş Tudorache

VERTS/ALE

Patrick Breyer, Saskia Bricmont, Damien Carême, Alice Kuhnke, Terry Reintke, Diana Riba I Giner, Tineke Strik

GUE/NGL

Pernando Barrena Arza, Malin Björk, Clare Daly, Miguel Urbán Crespo

NI

Laura Ferrara, Κώστας Παπαδάκης

 

30

-

PPE

Magdalena Adamowicz, Vladimír Bilčík, Ioan-Rareş Bogdan, Lena Düpont, Andrzej Halicki, Balázs Hidvéghi, Lívia Járóka, Jeroen Lenaers, Lukas Mandl, Nuno Melo, Roberta Metsola, Nadine Morano, Emil Radev, Paulo Rangel, Ralf Seekatz, Tomas Tobé, Isabel Wiseler-Lima, Javier Zarzalejos

ID

Nicolas Bay, Nicolaus Fest, Jean-Paul Garraud, Peter Kofod, Annalisa Tardino, Tom Vandendriessche

ECR

Patryk Jaki, Assita Kanko, Beata Kempa, Nicola Procaccini, Jadwiga Wiśniewska

NI

Milan Uhrík

 

0

0

 

 

 

Υπόμνημα των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:

+ : υπέρ

- : κατά

0 : αποχές