ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2011/36/ΕΕ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της

1.2.2021 - (2020/2029(INI))

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων
Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων
Εισηγητές: Juan Fernando López Aguilar, María Soraya Rodríguez Ramos
(Κοινή διαδικασία επιτροπών – Άρθρο 58 του Κανονισμού)


Διαδικασία : 2020/2029(INI)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A9-0011/2021
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A9-0011/2021
Συζήτηση :
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ – ΣΥΝΟΨΗ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΡΙΣΜΑΤΩΝ

Στόχος της έκθεσης είναι να αξιολογηθεί η εφαρμογή της οδηγίας 2011/36/ΕΕ για τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στον τομέα της εμπορίας ανθρώπων, με έμφαση στη μετανάστευση και τη διάσταση του φύλου. Καλύπτει τα νομικά μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας στην εθνική νομοθεσία των κρατών μελών, την πρακτική εφαρμογή της στα κράτη μέλη, τις θετικές εξελίξεις, καθώς και τις προκλήσεις που προκύπτουν. Στις καταληκτικές παρατηρήσεις της έκθεσης διατυπώνονται ορισμένες συστάσεις προς την Επιτροπή και τα κράτη μέλη για την περαιτέρω προώθηση της εφαρμογής της οδηγίας στο μέλλον.

 

Ιστορικό - η οδηγία για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων (οδηγία 2011/36/ΕΕ)

 

Σύμφωνα με την οδηγία για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, η εμπορία ανθρώπων συνιστά σοβαρό έγκλημα, το οποίο διαπράττεται συχνά στο πλαίσιο του οργανωμένου εγκλήματος, καθώς και κατάφωρη παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η εν λόγω οδηγία, η οποία εκδόθηκε το 2011, εισάγει μια ολιστική προσέγγιση με γνώμονα το φύλο και τα ανθρώπινα δικαιώματα στην καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων.

 

Σύμφωνα με την οδηγία, ως εμπορία ανθρώπων νοείται: «η πρόσληψη, μεταφορά, διακίνηση, στέγαση ή υποδοχή προσώπων, [...] με την απειλή της χρήσης ή τη χρήση βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, με απαγωγή, απάτη, παραπλάνηση, κατάχρηση εξουσίας ή ευάλωτης θέσης ή με πληρωμή ή αποδοχή χρημάτων ή άλλων απολαβών για την εξασφάλιση της συναίνεσης προσώπου κατέχοντος εξουσία επί ενός άλλου, με σκοπό εκμετάλλευσης» (άρθρο 2 παράγραφος 2).

 

Η οδηγία περιέχει διατάξεις ποινικού δικαίου σχετικά με τη δίωξη των δραστών, την προστασία των θυμάτων και την παροχή συνδρομής σε αυτά, συμπεριλαμβανομένης της προάσπισης των δικαιωμάτων τους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Επιδιώκει να ενισχύσει την πρόληψη αυτού του εγκλήματος και προβλέπει την παρακολούθηση της εφαρμογής της. Συνδέεται στενά με την οδηγία 2012/29/ΕΕ για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας και αναγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες ανά φύλο του φαινομένου της εμπορίας, δηλαδή ότι συχνά η εμπορία γυναικών και ανδρών διεξάγεται για διαφορετικούς σκοπούς και ότι, για τον λόγο αυτό, τα μέτρα συνδρομής και στήριξης θα πρέπει να είναι ειδικά ανά φύλο.

 

Η οδηγία έπρεπε να μεταφερθεί στην εθνική νομοθεσία έως τις 6 Απριλίου 2013 το αργότερο και η Επιτροπή έπρεπε να υποβάλει έκθεση στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη συμμόρφωση των κρατών μελών προς την οδηγία έως τις 6 Απριλίου 2015 το αργότερο. Στο πλαίσιο αυτό, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 20 της οδηγίας, η Επιτροπή εξέδωσε την πρώτη και τη δεύτερη περιοδική έκθεσή της σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειωθεί στις ενέργειες για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων το 2016 και τον Δεκέμβριο του 2018 αντίστοιχα, ενώ η τρίτη έκθεση πρόκειται να δημοσιευθεί τον Οκτώβριο του 2020.

 

Οι εκθέσεις αυτές, καθώς και οι εκθέσεις άλλων ενδιαφερόμενων μερών, καταδεικνύουν σαφώς ότι, σχεδόν δέκα έτη μετά την έκδοση της οδηγίας, ορισμένα εμπόδια όσον αφορά την πλήρη εφαρμογή της εξακολουθούν να υφίστανται. Με την παρούσα έκθεση εφαρμογής επιδιώκεται να εντοπιστούν και να επισημανθούν αυτά τα εμπόδια, καθώς και να παρασχεθούν ειδικές συστάσεις στην Επιτροπή, στα κράτη μέλη και σε άλλους σχετικούς ενδιαφερόμενους φορείς σχετικά με μια αποτελεσματικότερη ευθυγράμμιση των πρακτικών, προκειμένου να ξεπεραστούν τα εμπόδια στην πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας.

 

Μεθοδολογία της έκθεσης σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2011/36/ΕΕ

 

Για την εκπόνηση της παρούσας έκθεσης, οι δύο συνεισηγητές πραγματοποίησαν πολλές δραστηριότητες. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι εξής: η αξιολόγηση εφαρμογής από την Υπηρεσία Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (EPRS), με τίτλο «Trafficking in Human Beings: Migration and Gender Issues» (Εμπορία ανθρώπων: θέματα μετανάστευσης και φύλου), η οποία δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2020, το εργαστήριο σχετικά με τα στοιχεία που αφορούν το φύλο, το οποίο διοργάνωσε η επιτροπή FEMM τον Φεβρουάριο του 2020, και μια σειρά διαβουλεύσεων με θεσμικούς φορείς και φορείς της κοινωνίας των πολιτών. Επίσης, προκειμένου να αποκτηθεί μιας σαφής εικόνα της πραγματικής κατάστασης, πραγματοποιήθηκαν αρκετές συναντήσεις με μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), και συγκεκριμένα με: το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος (UNODC), τη Μονάδα του ΟΗΕ για τις Γυναίκες (UN Women), το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων (EIGE), τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA), την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), το Ευρωπαϊκό Λόμπυ Γυναικών (European Women Lobby), την οργάνωση Women’s Link Worldwide, την Ισπανική Επιτροπή για τους Πρόσφυγες (CEAR), την Ένωση για την Πρόληψη, την Επανένταξη και την Περίθαλψη των Εκδιδόμενων Γυναικών (APRAMP), τις οργανώσεις ACCEM και Proyecto Esperanza.

 

Σύνοψη της έκθεσης και αξιολόγηση

 

Πολλά θύματα και διακινητές δεν εντοπίζονται και δεν περιλαμβάνονται στις επίσημες στατιστικές. Επομένως, λόγω του ελλιπούς χαρακτήρα πολλών στατιστικών στοιχείων και εκθέσεων, η κατάσταση δεν αποτυπώνεται επαρκώς. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την αντιμετώπιση της εμπορίας ανθρώπων στο πλαίσιο της μετανάστευσης, εστιάζοντας σε νέες πρακτικές, όπως, για παράδειγμα, η δυσανάλογη στόχευση γυναικών και κοριτσιών που αποτελούν αντικείμενο εμπορίας με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση. Χρειάζεται να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες για να αντιμετωπιστεί η ατιμωρησία με την προσαγωγή στη δικαιοσύνη όσων εκμεταλλεύονται και κακοποιούν τα θύματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εν γνώσει τους χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες των θυμάτων.

 

Χρειάζεται να υιοθετηθεί μια πιο συντονισμένη προσέγγιση των διακρατικών πτυχών του εντοπισμού των εγκληματιών μέσω της παρακολούθησης των ροών κερδών. Σε όλες σχεδόν τις εκθέσεις ανά χώρα τονίζεται ότι η ανεπαρκής χρηματοδότηση αποτελεί μείζον εμπόδιο στις προσπάθειες προστασίας των θυμάτων εμπορίας και παροχής συνδρομής σε αυτά.

 

Προστασία, συνδρομή και στήριξη των θυμάτων:

Έχει αναφερθεί ότι τα ποσοστά εντοπισμού και ταυτοποίησης των θυμάτων παραμένουν χαμηλά παρά την προθυμία των κρατών μελών να αναπτύξουν προληπτικά μέτρα εντοπισμού. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους, όπως, για παράδειγμα, ο μικρός αριθμός αυτοκαταγγελιών (που μπορεί να συνδέεται με τη δυσπιστία των θυμάτων προς τα όργανα επιβολής του νόμου, τις τραυματικές εμπειρίες, τον φόβο έναντι των δραστών κ.λπ.). Από την άλλη πλευρά, τα κίνητρα που παρέχουν τα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης των κρατών μελών στα θύματα για την υποβολή καταγγελιών παραμένουν ήπια, ιδίως όταν σταθμίζονται έναντι πιθανών κινδύνων, όπως, για παράδειγμα, τα αντίποινα ή η απέλαση.

 

Οι δεξιότητες όσων είναι πιθανότερο να έρθουν σε επαφή με θύματα εμπορίας ανθρώπων (υπάλληλοι αρμόδιοι για την επιβολή του νόμου, εισαγγελείς, πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης, εκπαιδευτικοί, υπάλληλοι αρμόδιοι για την παιδική πρόνοια, επιθεωρητές εργασίας κ.λπ.) πρέπει να βελτιωθούν περαιτέρω, προκειμένου τα θύματα να εντοπίζονται, να τους παρέχεται συνδρομή και να παραπέμπονται στις αρμόδιες υπηρεσίες, σύμφωνα με την οδηγία για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων. Επαρκή εργαλεία και πόροι, όπως, για παράδειγμα, προγράμματα κατάρτισης που λαμβάνουν υπόψη τη διάσταση του φύλου και της παιδικής ηλικίας, πρέπει να παρέχονται στα θύματα από ειδικευμένο προσωπικό.

 

Επιπλέον, λόγω έλλειψης δεδομένων σχετικά με τον αριθμό των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων που έχουν εντοπιστεί στο πλαίσιο των διαδικασιών διεθνούς προστασίας, η αποτελεσματικότητα των διαδικασιών εντοπισμού που χρησιμοποιούν οι εθνικές αρχές δεν μπορεί να αξιολογηθεί πλήρως. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν τη δωρεάν πρόσβαση σε νομική συνδρομή και εκπροσώπηση, υπηρεσίες απασχόλησης και ψυχολογική και ιατρική υποστήριξη, ιδίως σε καταστάσεις κρίσης και έκτακτης ανάγκης, όπως, για παράδειγμα, η πανδημία COVID-19.

 

Η εμπορία ανθρώπων ως έμφυλο έγκλημα: Αντιμετώπιση της εμπορίας ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση:

Οι στατιστικές και τα δεδομένα δείχνουν σαφώς ότι η σεξουαλική εκμετάλλευση παραμένει η πιο διαδεδομένη μορφή εμπορίας ανθρώπων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

Σχεδόν τα τρία τέταρτα όλων των θυμάτων στην ΕΕ είναι γυναίκες και κορίτσια που αποτελούν κυρίως θύματα εμπορίας με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση. Οι γυναίκες και τα κορίτσια αποτελούν σταθερά την πλειονότητα των θυμάτων από το 2008, ενώ η πλειονότητα των παιδιών θυμάτων είναι κορίτσια που αποτελούν θύματα εμπορίας με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση. Το 60 % των θυμάτων είναι θύματα εμπορίας με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση και πάνω από το ήμισυ αυτών είναι πολίτες της ΕΕ. Πάνω από το 90 % των θυμάτων εμπορίας με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση είναι γυναίκες και κορίτσια, ενώ το 70 % των υπόπτων, διωκόμενων και καταδικασθέντων διακινητών είναι άνδρες.

 

Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν τη διάσταση του φύλου στο έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων. Οι γυναίκες και τα κορίτσια εξακολουθούν να αποτελούν την πλειονότητα των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευση οποιασδήποτε µορφής. Οι τάσεις αυτές επισημαίνονται συστηματικά από την Επιτροπή, τα κράτη μέλη, τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και τους οργανισμούς της ΕΕ. Ως εκ τούτου, για να καταπολεμηθεί η εμπορία ανθρώπων, πρέπει να υιοθετηθεί μια προσέγγιση με βάση το φύλο, τα δε κράτη μέλη θα πρέπει να ενισχύσουν και να αναπτύξουν περαιτέρω τη διάσταση του φύλου κατά την παρακολούθηση της εφαρμογής της νομοθεσίας της ΕΕ για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων.

 

Μια κρίσιμη πτυχή της εμπορίας ανθρώπων με ιδιαίτερη σημασία για τη σεξουαλική εκμετάλλευση είναι η ατιμωρησία του εγκλήματος. Ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων είναι υψηλότερος από τον καταγραφόμενο και τα περισσότερα από αυτά δεν εντοπίζονται, ενώ ο αριθμός των διώξεων και των καταδικών δραστών παραμένει χαμηλός. Περαιτέρω πρόκληση στο πλαίσιο της διεξαγωγής ερευνών και της άσκησης διώξεων αποτελεί η χρήση του Διαδικτύου, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των ψηφιακών τεχνολογιών για την προσέλκυση θυμάτων εμπορίας ανθρώπων.

 

Η κοινωνική ανοχή της ανισότητας των φύλων και της βίας κατά των γυναικών και των κοριτσιών διαιωνίζει ένα ανεκτικό περιβάλλον απέναντι στην εμπορία ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η νοοτροπία ατιμωρησίας και να ενισχυθεί η λογοδοσία απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες και συνεργασία στο πλαίσιο της διεξαγωγής αστυνομικών ερευνών, της άσκησης διώξεων και της έκδοσης καταδικαστικών αποφάσεων, όχι μόνο κατά των διακινητών, αλλά και κατά όσων επωφελούνται από το έγκλημα και εκμεταλλεύονται τα θύματα.

 

Για τον λόγο αυτό, βασική πτυχή της πρόληψης της εμπορίας ανθρώπων είναι η μείωση της ζήτησης μέσω της ποινικοποίησης της χρήσης υπηρεσιών που παρέχονται από θύματα εμπορίας ανθρώπων, ιδίως θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης, η οποία θα συνοδεύεται από τη διοργάνωση προγραμμάτων εξόδου ή εκστρατειών ευαισθητοποίησης με στόχο την αποθάρρυνση της ζήτησης για σεξουαλικές υπηρεσίες των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, όπως ορίζεται στο άρθρο 18 παράγραφος 4 της οδηγίας για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων. Η εξέλιξη αυτή θα συμβάλει σημαντικά στην αναγνώριση της σοβαρότητας αυτού του εγκλήματος, διασφαλίζοντας ένα πραγματικό πλαίσιο για την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων και την εκρίζωση της νοοτροπίας της ατιμωρησίας.

 

Η εμπορία ανθρώπων στο πλαίσιο του ασύλου και της μετανάστευσης:

Οι μεγάλες μεταναστευτικές ροές θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο εμπορίας ανθρώπων στην Ευρώπη.

Οι μετανάστες είναι πιθανό να εκτίθενται στον κίνδυνο της εμπορίας σε διάφορα στάδια των διαδικασιών ασύλου. Σημαντικοί παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο για τους μετανάστες να πέσουν θύματα εμπορίας ανθρώπων είναι οι εξής:

(1) η περιορισμένη πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες μετανάστευσης,

(2) η έλλειψη κατανόησης των συστημάτων και των κανονισμών που σχετίζονται με την απασχόληση στις χώρες προορισμού, (3) ο ρόλος των τρίτων μεσαζόντων στη διαδικασία μετανάστευσης, και

(4) η έλλειψη διαύλων ασφαλούς, νόμιμης και εύτακτης μετανάστευσης για τους αιτούντες άσυλο.

Επιπλέον, η άρνηση χορήγησης καθεστώτος ασύλου και οι αποφάσεις επιστροφής μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο να πέσουν οι μετανάστες θύματα εμπορίας.

 

Σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε το 2017 από τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (ΔΟΜ) μεταξύ 9 000 μεταναστών και προσφύγων που ταξίδευαν κατά μήκος των διαδρομών της Κεντρικής και Ανατολικής Μεσογείου, η εμπορία ανθρώπων ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη: σχεδόν τα δύο τρίτα των ανδρών και γυναικών μεταναστών ανέφεραν ότι κρατήθηκαν παρά τη θέλησή τους, ενώ ορισμένοι μετανάστες (9 % των ανδρών και 15 % των γυναικών) ανέφεραν ότι βίωσαν άμεσα μία από τις τέσσερις πρακτικές εκμετάλλευσης.

 

Ο αριθμός των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων που καταγράφονται στο πλαίσιο διαδικασιών διεθνούς προστασίας είναι πολύ χαμηλός, παρά το γεγονός ότι πολλά κράτη μέλη έχουν θεσπίσει συστήματα που επιτρέπουν τον εντοπισμό και την ταυτοποίηση θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, καθώς και την παραπομπή τους σε κατάλληλες διαδικασίες διεθνούς προστασίας (μέσω ατομικής αξιολόγησης, ερωτήσεων συνέντευξης).

 

Ωστόσο, η έρευνα δείχνει ότι, λόγω της έλλειψης δεδομένων σχετικά με τον αριθμό των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων που έχουν εντοπιστεί στο πλαίσιο των διαδικασιών διεθνούς προστασίας, η αποτελεσματικότητα των διαδικασιών εντοπισμού που χρησιμοποιούν οι εθνικές αρχές δεν μπορεί να αξιολογηθεί πλήρως.

 

Δεδομένης, ειδικότερα, της αύξησης των μεταναστευτικών ροών προς την ΕΕ, τον Απρίλιο του 2015 και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Δράσης για τη Μετανάστευση, υιοθετήθηκε η «προσέγγιση των κέντρων υποδοχής και ταυτοποίησης (hotspots)». Δημιουργήθηκαν αρκετά κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης για να διευκολυνθεί η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών πρώτης γραμμής, στα οποία φτάνουν οι αιτούντες άσυλο και άλλοι μετανάστες, και των αρμόδιων οργανισμών της ΕΕ. Ωστόσο, ο αριθμός των θυμάτων που εντοπίζονται στα κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης είναι πολύ περιορισμένος, ενώ οι πρακτικές που εφαρμόζονται σε επίπεδο κρατών μελών στερούνται συνοχής. Αυτοί είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους οι συνεισηγητές συνιστούν να ενισχυθούν οι προσπάθειες για τον εντοπισμό πιθανών θυμάτων, μεταξύ άλλων με τη διασφάλιση της συμμετοχής οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και άλλων ενδιαφερόμενων μερών, αλλά και με την παροχή της απαραίτητης κατάρτισης στο εμπλεκόμενο προσωπικό.

 

Εμπορία παιδιών:

Το ένα τρίτο των αιτούντων άσυλο που φθάνουν στην ΕΕ είναι παιδιά και ασυνόδευτοι ανήλικοι[1]. Όπως αναφέρεται σε πρόσφατη μελέτη της Υπηρεσίας Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (EPRS)[2], «στο πλαίσιο των μικτών μεταναστευτικών ροών, οι γυναίκες και τα παιδιά είναι ιδιαίτερα πιθανό να πέσουν θύματα των διακινητών». Σημειώθηκε ότι σχεδόν το ένα τέταρτο όλων των θυμάτων στην ΕΕ είναι παιδιά, εκ των οποίων περίπου το 78 % κορίτσια, και ότι σχεδόν το 75 % όλων των παιδιών θυμάτων στην ΕΕ ήταν πολίτες της ΕΕ. Είναι ιδιαίτερα ευάλωτα, με τα παιδιά θύματα να υφίστανται σοβαρή και μόνιμη σωματική, ψυχολογική και συναισθηματική βλάβη.

 

Η οδηγία 2011/36/ΕΕ προβλέπει επίσης ότι οι αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις προσωπικές και ειδικές περιστάσεις των ασυνόδευτων παιδιών που είναι θύματα εμπορίας. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να λαμβάνουν μέτρα προστασίας με βάση το μείζον συμφέρον του παιδιού και, κατά περίπτωση, να διορίζουν κηδεμόνα για τον ασυνόδευτο ανήλικο.

 

Οι εκθέσεις επισημαίνουν ότι, συχνά στο πλαίσιο της μετανάστευσης, τα παιδιά τιμωρούνται επίσης για αδικήματα που διαπράττονται κατόπιν εξαναγκασμού από τους διακινητές. Σε ορισμένες διαπιστωμένες περιπτώσεις, όχι μόνο δεν εφαρμόστηκε η προσέγγιση με επίκεντρο τα θύματα, όπως ορίζεται στην οδηγία για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, αλλά κυρίως παραβιάστηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα.

 

Σύμφωνα με την οδηγία, τα παιδιά θα πρέπει να έχουν δωρεάν πρόσβαση σε νομικούς πόρους και συνδρομή, ενώ θα πρέπει να προβλέπονται προστατευτικά μέτρα για τα παιδιά θύματα, ιδίως τα ασυνόδευτα παιδιά θύματα, όπως, για παράδειγμα, ο διορισμός κηδεμόνα. Παρά τις βελτιώσεις, σε πολλά κράτη μέλη δεν υπάρχουν επαρκείς υπηρεσίες προστασίας και υποστήριξης των παιδιών.

Αποτελεσματικότητα των ποινικών συστημάτων και ποινικοποίηση της ζήτησης:

Μολονότι παρατηρούνται ορισμένες βελτιώσεις, το χαμηλό επίπεδο των ερευνών, ο μικρός αριθμός των επιτυχών διώξεων και τα χαμηλά ποσοστά καταδίκης εξακολουθούν να αποτελούν κοινό και επαναλαμβανόμενο μοτίβο συχνά σε όλα τα κράτη μέλη. Επιπλέον, τα στοιχεία που συλλέγονται σε ολόκληρη την ΕΕ δείχνουν ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις δικαστικές αποφάσεις. Από τις 3691 δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν μεταξύ 2015 και 2016, οι 302 ήταν αθωωτικές, οι 2925 καταδικαστικές και οι 464 άλλες[3].

 

Τα κράτη μέλη διαθέτουν νομικές διατάξεις που επιτρέπουν στις αρχές να μην διώκουν ούτε να τιμωρούν ποινικά τα θύματα εμπορίας ανθρώπων. Ωστόσο, η πρακτική εφαρμογή τους έχει ως αποτέλεσμα να τιμωρούνται ενήλικες και παιδιά θύματα εμπορίας ανθρώπων, μεταξύ άλλων και με την ποινή της φυλάκισης. Πρόκειται για σοβαρή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μπορεί να ενισχύσει τη δυσπιστία των θυμάτων προς το αντίστοιχο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Η έλλειψη σαφήνειας των θεσπιζόμενων νομικών διατάξεων και οι ανεπάρκειες των διαδικασιών ταυτοποίησης επηρεάζουν αρνητικά την εφαρμογή του άρθρου 8 σε όλα τα κράτη μέλη.

Έχει επισημανθεί η ανάγκη για μεγαλύτερη εξειδίκευση των επαγγελματιών που συμμετέχουν σε διάφορα στάδια της διαδικασίας.

 

Σύμφωνα με την οδηγία, αλλά και με έγγραφα πολιτικής, όπως, για παράδειγμα, η στρατηγική και η επακόλουθη ανακοίνωση, ένα από τα βασικά στοιχεία της πρόληψης της εμπορίας ανθρώπων, που τα κράτη μέλη καλούνται να εφαρμόσουν, είναι η ποινικοποίηση της εν γνώσει χρήσης υπηρεσιών των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων.

 

Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και με τους οργανισμούς της ΕΕ

Η συνεργασία των κρατών μελών είναι σημαντική για την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων, τον εντοπισμό θυμάτων και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους. Επίσης, αρκετοί οργανισμοί της ΕΕ διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο υποστηρίζοντας μεμονωμένα κράτη μέλη στην προσπάθειά τους να καταπολεμήσουν την εμπορία ανθρώπων και προωθώντας τη συνεργασία μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών μελών. Τόσο η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) και όσο και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Frontex) ενισχύουν την ικανότητα των κρατών μελών να καταγράφουν τους νεοαφιχθέντες μετανάστες, ιδίως στο πλαίσιο της δημιουργίας «κέντρων υποδοχής και ταυτοποίησης» (hotspots), παρέχοντας εργαλεία ανάπτυξης ικανοτήτων στον τομέα του εντοπισμού των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, όπως, για παράδειγμα, κατάρτιση, εργαλειοθήκες και έγγραφα καθοδήγησης.

 

Διαπιστώθηκε ότι η έλλειψη πείρας στον τομέα της διασυνοριακής συνεργασίας ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τις έρευνες και τις ποινικές διαδικασίες, αρκετές δε εθνικές αρχές χρησιμοποιούν τη διμερή συνεργασία ή άλλους διαύλους, όπως, για παράδειγμα, την Ευρωπόλ και την Ιντερπόλ.

 

Οι έρευνες αποκάλυψαν ότι:

1) η αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών αυξάνεται σταδιακά με την πάροδο των ετών και μπορούν να εντοπιστούν παραδείγματα ορθών πανευρωπαϊκών, περιφερειακών και διμερών πρακτικών·

2) τα κράτη μέλη εκτιμούν τις διαφορετικές μορφές στήριξης που παρέχουν διάφοροι οργανισμοί και μέσα της ΕΕ και επωφελούνται από αυτές·

3) εξακολουθούν να υφίστανται ορισμένες προκλήσεις και ορισμένοι τομείς προς βελτίωση, ιδίως όσον αφορά την ανάγκη ενίσχυσης της λογοδοσίας στο πλαίσιο των «διυπηρεσιακών» προσεγγίσεων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η συλλογή δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών αποκάλυψε την περιορισμένη σημασία που αποδίδεται στον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA) στο πλαίσιο της καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων. Ο FRA μπορεί να διαδραματίσει ισχυρότερο ρόλο στον έλεγχο των ποινικών και δικαστικών διαδικασιών, ιδίως εκείνων στις οποίες εμπλέκονται πολλά κράτη μέλη και υπηρεσίες επιβολής του νόμου. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί η παρακολούθηση των επιπτώσεων στα θεμελιώδη δικαιώματα που εμπίπτουν στο δίκαιο της ΕΕ στον εν λόγω τομέα.



 

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2011/36/ΕΕ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της

(2020/2029(INI))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

 έχοντας υπόψη το άρθρο 2 και το άρθρο 3 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), καθώς και τα άρθρα 8, 79 και 83 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),

 έχοντας υπόψη τα άρθρα 3, 5 και 23 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

 έχοντας υπόψη την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ),

 έχοντας υπόψη την οδηγία 2011/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της, καθώς και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ του Συμβουλίου («οδηγία για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων»)[4],

 έχοντας υπόψη τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων, και τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης στον τομέα αυτό,

 έχοντας υπόψη την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,

 έχοντας υπόψη τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος («Σύμβαση του Παλέρμο») και τα πρωτόκολλά της, και ιδίως το Πρωτόκολλο για την πρόληψη, καταστολή και τιμωρία της διακίνησης προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών («Πρωτόκολλο του ΟΗΕ για την εμπορία ανθρώπων»), και το Πρωτόκολλο κατά της παράνομης διακίνησης μεταναστών από τη γη, τη θάλασσα και τον αέρα,

 έχοντας υπόψη τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, και το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και την παιδική πορνογραφία, καθώς και το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τα δικαιώματα των παιδιών επ’ ευκαιρία της 30ής επετείου της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού[5],

 έχοντας υπόψη τη Σύμβαση κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας,

 έχοντας υπόψη το έργο του Ειδικού Εισηγητή του ΟΗΕ για την εμπορία ανθρώπων, ιδίως γυναικών και παιδιών,

 έχοντας υπόψη τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών (CEDAW), και ιδίως το άρθρο 6 αυτής, το οποίο έχει ως στόχο την καταπολέμηση όλων των μορφών εμπορίας γυναικών και της εκμετάλλευσης της γυναικείας πορνείας,

 έχοντας υπόψη τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταστολή της εμπορίας ανθρώπων και της εκμετάλλευσης της πορνείας τρίτων,

 έχοντας υπόψη τη Διακήρυξη και την Πλατφόρμα Δράσης του Πεκίνου που εγκρίθηκαν στις 15 Σεπτεμβρίου 1995 από την Τέταρτη Παγκόσμια Διάσκεψη για τις Γυναίκες, καθώς και τα συνακόλουθα έγγραφα αποτελεσμάτων που εγκρίθηκαν στις ειδικές συνόδους των Ηνωμένων Εθνών Πεκίνο +5 (2000), Πεκίνο +10 (2005) και Πεκίνο +15 (2010), αλλά και στη διάσκεψη αναθεώρησης Πεκίνο +20,

 έχοντας υπόψη το κοινό σχόλιο του ΟΗΕ σχετικά με την οδηγία της ΕΕ για την πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων, με το οποίο ζητείται να διασφαλιστεί η διεθνής προστασία των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων κατά τρόπο ώστε να συνεκτιμάται περισσότερο η διάσταση του φύλου,

 έχοντας υπόψη τη Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) του 1930 για την αναγκαστική εργασία (αριθ. 29), το πρωτόκολλο του 2014 στη σύμβαση του 1930 για την αναγκαστική εργασία, τη Σύμβαση του 1957 για την κατάργηση της αναγκαστικής εργασίας (αριθ. 105) και τη σύσταση του 2014 για την αναγκαστική εργασία (συμπληρωματικά μέτρα) (αριθ. 203), τη Σύμβαση του 1999 για την απαγόρευση των χειρότερων μορφών εργασίας των παιδιών (αριθ. 182) και τη Σύμβαση του 2011 σχετικά με την αξιοπρεπή εργασία για το οικιακό προσωπικό (αριθ. 189),

 έχοντας υπόψη τις κατευθυντήριες αρχές του ΟΗΕ για τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα,

 έχοντας υπόψη τη Γενική Σύσταση αριθ. 33 της Επιτροπής του ΟΗΕ για την εξάλειψη των διακρίσεων κατά των γυναικών (CEDAW), σχετικά με την πρόσβαση των γυναικών στη δικαιοσύνη, της 23ης Ιουλίου 2015,

 έχοντας υπόψη το ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών με τίτλο «Transforming our World: the 2030 Agenda for Sustainable Development» (Να αλλάξουμε τον κόσμο μας: η Ατζέντα του 2030 για τη βιώσιμη ανάπτυξη), που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση στις 25 Σεπτεμβρίου 2015, και ιδίως τον στόχο βιώσιμης ανάπτυξης (ΣΒΑ) 5.2 για την εξάλειψη κάθε μορφής βίας κατά των γυναικών και των κοριτσιών στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένης της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής και άλλης μορφής εκμετάλλευσης,

 έχοντας υπόψη τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας («Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης»),

 έχοντας υπόψη την οδηγία 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου («οδηγία για τα δικαιώματα των θυμάτων»)[6],

 έχοντας υπόψη την οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου[7],

 έχοντας υπόψη την οδηγία 2009/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την επιβολή ελάχιστων προτύπων όσον αφορά τις κυρώσεις και τα μέτρα κατά των εργοδοτών που απασχολούν παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών[8],

 έχοντας υπόψη την οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών[9],

 έχοντας υπόψη την οδηγία 2004/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τον τίτλο παραμονής που χορηγείται στους υπηκόους τρίτων χωρών θύματα εμπορίας ανθρώπων ή συνέργειας στη λαθρομετανάστευση, οι οποίοι συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές («οδηγία για τον τίτλο παραμονής»)[10],

 έχοντας υπόψη την οδηγία 2002/90/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2002, για τον ορισμό της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής[11] και την απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/946/ΔΕΥ, της 28ης Νοεμβρίου 2002, για την ενίσχυση του ποινικού πλαισίου για την πρόληψη της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου, διέλευσης και διαμονής[12],

 έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2020, με τίτλο «Στρατηγική της ΕΕ για τα δικαιώματα των θυμάτων (2020-2025)» (COM(2020)0258),

 έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 2012, με τίτλο «Η στρατηγική της ΕΕ για την εξάλειψη της εμπορίας ανθρώπων 2012-2016» (COM(2012)0286),

 έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, της 17ης Οκτωβρίου 2014, με τίτλο «Mid-term report on the implementation of the EU strategy towards the eradication of trafficking in human beings» (Ενδιάμεση έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της στρατηγικής της ΕΕ για την εξάλειψη της εμπορίας ανθρώπων) (SWD(2014)0318), όπως και την πρώτη (COM(2016)0267), τη δεύτερη (COM(2018)0777) και την τρίτη (COM(2020)0661) έκθεση προόδου,

 έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την αξιολόγηση του κατά πόσον τα κράτη μέλη έχουν λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθούν με την οδηγία 2011/36/ΕΕ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της, σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1 (COM(2016)0722),

 έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 23ης Οκτωβρίου 2020, σχετικά με την ισότητα των φύλων στην εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας της ΕΕ[13],

 έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 28ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προσχώρηση της ΕΕ στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και άλλα μέτρα για την καταπολέμηση της έμφυλης βίας[14],

 έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 5ης Ιουλίου 2016, σχετικά με την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων στο πλαίσιο των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ[15],

 έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 12ης Μαΐου 2016, σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2011/36/ΕΕ, της 5ης Απριλίου 2011, για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της με βάση τη διάσταση του φύλου[16],

 έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τη σεξουαλική εκμετάλλευση και την πορνεία καθώς και τον αντίκτυπό τους στην ισότητα των φύλων[17],

 έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 2017, με τίτλο «Έκθεση σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στη στρατηγική της ΕΕ για την εξάλειψη της εμπορίας ανθρώπων και για τον καθορισμό περαιτέρω συγκεκριμένων δράσεων» (COM(2017)0728),

 έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2020, με τίτλο «Μια Ένωση ισότητας: Στρατηγική για την ισότητα των φύλων 2020-2025» (COM(2020)0152),

 έχοντας υπόψη τη μελέτη της Επιτροπής σχετικά με το οικονομικό, κοινωνικό και ανθρώπινο κόστος της εμπορίας ανθρώπων εντός της ΕΕ, του 2020, τη μελέτη της σχετικά με την επανεξέταση της λειτουργίας των εθνικών και διακρατικών μηχανισμών παραπομπής των κρατών μελών, του 2020, τη μελέτη της σχετικά με τη συλλογή δεδομένων αναφορικά με το την εμπορία ανθρώπων, του 2020, και τη μελέτη της σχετικά με την έμφυλη διάσταση της εμπορίας ανθρώπων, του 2016,

 έχοντας υπόψη την κοινή δήλωση δέσμευσης του 2018 περί συνεργασίας τους για την αντιμετώπιση της εμπορίας ανθρώπων που υπεγράφη από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA), τον Οργανισμό της ΕΕ για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ), τον Οργανισμό της ΕΕ για τη Συνεργασία στον Τομέα της Ποινικής Δικαιοσύνης (Eurojust), το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (Eurofound), τον Οργανισμό της ΕΕ για την Κατάρτιση στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (CEPOL), το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (EMCDDA), τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη λειτουργική διαχείριση συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (eu-LISA), τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Frontex) και το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων (EIGE),

 έχοντας υπόψη την έκθεση της Ευρωπόλ, της 18ης Φεβρουαρίου 2016, σχετικά με την επικρατούσα κατάσταση, με τίτλο «Trafficking in Human Beings in the EU» (Εμπορία ανθρώπων στην ΕΕ),

 έχοντας υπόψη την έκθεση της Ευρωπόλ με τίτλο: «The challenges of countering human trafficking in the digital era» (Οι προκλήσεις της καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων στην ψηφιακή εποχή), της 18ης Οκτωβρίου 2020,

 έχοντας υπόψη την αξιολόγηση απειλής όσον αφορά το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα (SOCTA) της Ευρωπόλ για το 2017,

 έχοντας υπόψη την 4η ετήσια έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου κατά της Παράνομης Διακίνησης Μεταναστών της Ευρωπόλ, της 15ης Μαΐου 2020,

 έχοντας υπόψη την έκθεση του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τίτλο «Severe labour exploitation: workers moving within or into the European Union» (Σοβαρή εργασιακή εκμετάλλευση: εργαζόμενοι μετακινούμενοι στο εσωτερικό της ΕΕ ή εισερχόμενοι στην ΕΕ), της 29ης Μαΐου 2015,

 έχοντας υπόψη την έκθεση της Eurostat με τίτλο «Trafficking in human beings» (Εμπορία ανθρώπων), της 17ης Οκτωβρίου 2014,

 έχοντας υπόψη το ψήφισμα 9/1 της Διάσκεψης των Μερών της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος (UNTOC) σχετικά με τη θέσπιση μηχανισμού για την επανεξέταση της εφαρμογής της UNTOC και των πρωτοκόλλων της,

 έχοντας υπόψη τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, της 7ης Απριλίου 2006, σχετικά με τη διεθνή προστασία, με τίτλο «Εφαρμογή του άρθρου 1(Α)2 της Σύμβασης του 1951 ή/και του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων στα θύματα εμπορίας ανθρώπων ή στα πρόσωπα που κινδυνεύουν από την εμπορία ανθρώπων»,

 έχοντας υπόψη την παγκόσμια έκθεση σχετικά με την εμπορία ανθρώπων για το 2018 που δημοσίευσε το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος (UNODC),

 έχοντας υπόψη τη Γενική Σύσταση αριθ. 38 της Επιτροπής του ΟΗΕ για την εξάλειψη των διακρίσεων κατά των γυναικών (CEDAW), σχετικά με την εμπορία γυναικών και κοριτσιών στο πλαίσιο της παγκόσμιας μετανάστευσης, της 6ης Νοεμβρίου 2020,

 έχοντας υπόψη την ευρωπαϊκή αξιολόγηση εφαρμογής της οδηγίας 2011/36/ΕΕ: θέματα μετανάστευσης και φύλου, που δημοσιεύθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Υπηρεσιών Κοινοβουλευτικής Έρευνας στις 15 Σεπτεμβρίου 2020[18],

 έχοντας υπόψη το άρθρο 54 του Κανονισμού του, καθώς και το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο ε) και το παράρτημα 3 της απόφασης της Διάσκεψης των Προέδρων, της 12ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη διαδικασία για την εξουσιοδότηση εκπόνησης εκθέσεων πρωτοβουλίας,

 έχοντας υπόψη τις κοινές διαβουλεύσεις της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων, σύμφωνα με το άρθρο 58 του Κανονισμού του,

 έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων (A9-0011/2021),

Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι η εμπορία ανθρώπων συνιστά παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της σωματικής και ψυχολογικής ακεραιότητας του ανθρώπου, μας περιβάλλει στην καθημερινότητά μας, και αποτελεί σοβαρή παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι η εμπορία ανθρώπων αποτελεί φαινόμενο που συνδέεται ιδιαίτερα με τη διάσταση του φύλου και σχεδόν τρία τέταρτα[19] όλων των καταγεγραμμένων θυμάτων το 2017 και το 2018 στην ΕΕ ήταν γυναίκες και κορίτσια, που έπεσαν θύματα εμπορίας ανθρώπων κατεξοχήν με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση· λαμβάνοντας υπόψη ότι η σεξουαλική εκμετάλλευση αποτελεί τον πλέον καταγγελλόμενο λόγο εμπορίας ανθρώπων στην ΕΕ από το 2008·

Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο καταγεγραμμένος αριθμός των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων έχει αυξηθεί κατά την τελευταία περίοδο μελέτης της Επιτροπής (2017 και 2018) σε σύγκριση με την προηγούμενη και συνεχίζει να αυξάνεται[20]· λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων πιθανότατα είναι σημαντικά υψηλότερος από τα αναφερόμενα στοιχεία, καθώς πολλά θύματα δεν εντοπίζονται·

Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα παιδιά αντιπροσωπεύουν έναν σημαντικό αριθμό μεταξύ των θυμάτων της εμπορίας ανθρώπων· λαμβάνοντας υπόψη ότι το 78 % όλων των παιδιών που πέφτουν θύματα εμπορίας ανθρώπων είναι κορίτσια και το 68 % όλων των ενήλικων θυμάτων είναι γυναίκες[21]·

Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανισότητα των φύλων, η φτώχεια, οι αναγκαστικές εκτοπίσεις, η ανεργία, η έλλειψη κοινωνικοοικονομικών ευκαιριών, η έλλειψη πρόσβασης στην εκπαίδευση, η βία λόγω φύλου, οι διακρίσεις και η περιθωριοποίηση, και η διαφθορά είναι ορισμένοι από τους παράγοντες που καθιστούν τα άτομα, ιδίως τις γυναίκες και τα παιδιά, ευάλωτα στην εμπορία ανθρώπων· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα βασικά αίτια της εμπορίας ανθρώπων εξακολουθούν να μην έχουν αντιμετωπιστεί επαρκώς·

ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θύματα της εμπορίας ανθρώπων πέφτουν συχνά θύματα πολλαπλών και διασταυρούμενων μορφών διακρίσεων και βίας, μεταξύ άλλων λόγω φύλου, ηλικίας, φυλής, αναπηρίας, εθνότητας, κουλτούρας και θρησκείας, καθώς και λόγω εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή άλλης κατάστασης, και ότι αυτές οι μορφές διακρίσεων μπορούν να οδηγήσουν σε εμπορία ανθρώπων[22]·

Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχουν πολλές μορφές εμπορίας ανθρώπων, αλλά όλες βασίζονται στην κατάχρηση της εγγενούς ευάλωτης θέσης των θυμάτων και στοχεύουν στην εκμετάλλευση ανθρώπων, και λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θύματα εμπορίας ανθρώπων εμπλέκονται σε διάφορες νόμιμες και παράνομες δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων, μεταξύ άλλων, ο γεωργικός τομέας, η επεξεργασία τροφίμων, η βιομηχανία του σεξ, η οικιακή εργασία, η παρασκευή, η φροντίδα, η καθαριότητα, άλλες βιομηχανίες (ιδίως οι βιομηχανίες παροχής υπηρεσιών), η επαιτεία, η εγκληματικότητα, ο καταναγκαστικός γάμος, η σεξουαλική εκμετάλλευση εντός και εκτός Διαδικτύου, οι παράνομες υιοθεσίες και το εμπόριο ανθρώπινων οργάνων· λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχουν και άλλες μορφές εμπορίας ανθρώπων που δεν καταγράφονται και δεν αναφέρονται επαρκώς, συμπεριλαμβανομένων κάποιων με ιδιαίτερα έντονη έμφυλη διάσταση, όπως οι καταναγκαστικοί γάμοι και η οικιακή δουλεία·

Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα τελευταία χρόνια έχει αποδειχτεί ότι οι μετανάστες και οι αιτούντες άσυλο κινδυνεύουν ιδιαίτερα από εμπορία ανθρώπων· λαμβάνοντας υπόψη ότι, μεταξύ αυτών, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι και οι γυναίκες αποτελούν ειδική ομάδα-στόχο για τα δίκτυα εμπορίας ανθρώπων·

Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπόλ έχει προειδοποιήσει ότι ο αντίκτυπος της πανδημίας COVID-19 θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση του αριθμού των θυμάτων[23] και σε μείωση της πιθανότητας εντοπισμού των διακινητών από τις αρχές επιβολής του νόμου, και ότι μια οικονομική ύφεση στον απόηχο της κρίσης COVID-19 θα μπορούσε να έχει επίσης επικίνδυνες συνέπειες στον τομέα της εμπορίας ανθρώπων[24]· λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατάσταση των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων έχει επιδεινωθεί από την έναρξη της κρίσης και ότι οι υποστηρικτικές υπηρεσίες έχουν έρθει αντιμέτωπες με δυσκολίες κατά την παροχή συνδρομής στα θύματα·

Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την Ευρωπόλ[25], η χρήση ψηφιακών τεχνολογιών έχει διευρύνει την ικανότητα των εγκληματιών να εμπορεύονται ανθρώπους για διάφορους τύπους εκμετάλλευσης· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι νέες τεχνολογίες αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης από διακινητές σε κάθε φάση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, από την προσέλκυση και τη διαφήμιση των θυμάτων ως τον εκβιασμό τους και τον έλεγχο των κινήσεών τους· λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτά τα νέα εργαλεία παρέχουν αυξημένη ανωνυμία στους διακινητές και δυσχεραίνουν τον εντοπισμό τους από τις αρχές επιβολής του νόμου· λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαδικτυακή αλληλεπίδραση δημιουργεί τόσο κινδύνους όσο και ευκαιρίες για τους εγκληματίες, τα θύματα και τις αρχές επιβολής του νόμου·

ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η εμπορία ανθρώπων παραμένει ένα σύνθετο και διαδεδομένο έγκλημα που επηρεάζει την πιθανότητα επίτευξης όλων των ΣΒΑ και ειδικότερα των ΣΒΑ αριθ. 5 (ισότητα των φύλων), 8 (αξιοπρεπής εργασία και οικονομική ανάπτυξη), 16 (ειρήνη, δικαιοσύνη και ισχυροί θεσμοί) και 17 (εταιρικές σχέσεις για την επίτευξη των στόχων)·

ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η εμπορία ανθρώπων αποτελεί πρωτίστως σοβαρό έγκλημα κατά των ατόμων, αλλά ότι έχει επίσης κόστος και για την κοινωνία, όπως η πρόσθετη χρήση των δημόσιων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των αρχών επιβολής του νόμου, των εξειδικευμένων υπηρεσιών, των υπηρεσιών υγείας και κοινωνικής προστασίας, καθώς και η απώλεια οικονομικής παραγωγής, η αξία της υποβάθμισης της ποιότητας ζωής, και ο συντονισμός των εργασιών πρόληψης για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων· λαμβάνοντας υπόψη ότι το κόστος αυτό έχει υπολογιστεί σε 3 700 524 433 EUR για την ΕΕ των 28[26]·

ΙΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η εμπορία ανθρώπων αποτελεί ένα σύνθετο διεθνικό φαινόμενο που μπορεί να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά μόνον εάν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, τα κράτη μέλη, οι τρίτες χώρες και οι διεθνείς οργανισμοί συνεργαστούν με συντονισμένο τρόπο· λαμβάνοντας υπόψη ότι η διεθνής συνεργασία είναι απαραίτητη για την εξάλειψη της εμπορίας ανθρώπων μέσω της συνέργειας διαφόρων υφιστάμενων εσωτερικών και εξωτερικών πολιτικών, όπως η συνολική στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας και το σχέδιο δράσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία 2020-2024, καθώς και μέσω σχετικών ενημερωτικών εκστρατειών στις συμμετέχουσες χώρες· λαμβάνοντας υπόψη ότι η εμπορία ανθρώπων θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στις νομοθετικές εργασίες σχετικά με το σχέδιο δράσης ΙΙΙ για θέματα φύλου·

ΙΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αποτελεσματικός εντοπισμός των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση στα περισσότερα κράτη μέλη για διάφορους λόγους, όπως η έλλειψη γλωσσικών ικανοτήτων και η απροθυμία υποβολής καταγγελίας στην αστυνομία ή οι περιορισμένες ικανότητες των αρχών επιβολής του νόμου· λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εντοπισμός των παιδιών θυμάτων καθίσταται συχνά ακόμα δυσκολότερος διότι τα ίδια δεν κατανοούν ότι είναι θύματα· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να ασκήσουν δέουσα επιμέλεια για την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων, τη διερεύνηση περιπτώσεων εμπορίας και την τιμωρία των δραστών, την υποστήριξη και την ενδυνάμωση των θυμάτων και τον σεβασμό της αξιοπρέπειάς τους, και για την εξασφάλιση σε αυτά προστασίας και πρόσβασης σε ένδικα μέσα, και ότι η αδυναμία να γίνουν τα παραπάνω παραβιάζει και θέτει σε κίνδυνο ή ακυρώνει την απόλαυση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των θυμάτων·

ΙΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι με την οδηγία για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων τίθενται ελάχιστα πρότυπα που θα πρέπει να εφαρμόζονται σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και την προστασία των θυμάτων και παρέχεται ορισμός σχετικά με το τι συνιστά εμπορία ανθρώπων· λαμβάνοντας υπόψη ότι η πλήρης και ορθή μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, ακολουθούμενη από την πλήρη εφαρμογή της, δεν είναι μόνο υποχρεωτική αλλά και αναγκαία προκειμένου να σημειωθεί πρόοδος στην αντιμετώπιση της εμπορίας ανθρώπων·

ΙΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι όλες οι εκθέσεις παρακολούθησης δείχνουν ότι σχεδόν 10 έτη μετά την έγκριση της οδηγίας παραμένουν εμπόδια στην πλήρη εφαρμογή της σε επίπεδο κρατών μελών, με τα περισσότερα θύματα να μην εντοπίζονται και τα ποσοστά δίωξης και καταδίκης των δραστών να παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα σημαντικά κενά που υπάρχουν στην κάλυψη και την εφαρμογή των εθνικών νόμων και πολιτικών σχετικά με την εμπορία ανθρώπων μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος και κατ’ αυτόν τον τρόπο να καταστούν μεγάλες ομάδες ανθρώπων πιο ευάλωτες στην εκμετάλλευση·

ΙΖ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η εφαρμογή της οδηγίας για τα δικαιώματα των θυμάτων δεν υπήρξε ικανοποιητική, ιδίως λόγω ελλιπούς ή/και εσφαλμένης μεταφοράς·

ΙΗ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η εμπορία ανθρώπων αποτελεί μια εξαιρετικά επικερδή μορφή οργανωμένου εγκλήματος και ότι, συνεπώς, διέπεται από τη ζήτηση και το κέρδος· λαμβάνοντας υπόψη ότι η μείωση της ζήτησης, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τη σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών και κοριτσιών, πρέπει να αποτελέσει σημείο εστίασης στο πλαίσιο της καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων· λαμβάνοντας υπόψη ότι η σωματική, ψυχολογική και σεξουαλική βία αποτελούν συστατικά στοιχεία της εμπορίας ανθρώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση και της βίας κατά των γυναικών·

ΙΘ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η κύρωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης από την ΕΕ θα μπορούσε να συμπληρώσει τις προσπάθειες της ΕΕ και των κρατών μελών για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων·

Κ. λαμβάνοντας υπόψη ότι σοβαρή εργασιακή εκμετάλλευση υφίσταται σε πολλούς οικονομικούς τομείς της ΕΕ και επηρεάζει διάφορες ομάδες διασυνοριακών εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων πολιτών τόσο της ΕΕ όσο και τρίτων χωρών· λαμβάνοντας υπόψη ότι, όπως συνιστάται από τον FRA[27], τέτοιες πρακτικές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν μεταξύ άλλων μέσω ενός ολοκληρωμένου συστήματος στοχευμένων επιθεωρήσεων των συνθηκών εργασίας·

1. επισημαίνει την ανάγκη για ένα συντονισμένο, εναρμονισμένο και συνεκτικό πλαίσιο σε επίπεδο ΕΕ, το οποίο θα βασίζεται σε αποτελεσματικότερους μηχανισμούς αξιολόγησης και παρακολούθησης, θα εγγυάται την ενίσχυση της πρόληψης της εμπορίας ανθρώπων, σε συνδυασμό με την υποστήριξη, την παροχή συνδρομής και την προστασία των θυμάτων της, και θα αποσκοπεί στην πλήρη εξάλειψη της εμπορίας ανθρώπων, μεταξύ άλλων μέσω συντονισμένης εφαρμογής με τα δικαιώματα που παρέχονται από την οδηγία για τα δικαιώματα των θυμάτων, την οδηγία για τον τίτλο διαμονής, την οδηγία για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της παιδικής πορνογραφίας και την οδηγία για την αποζημίωση15, καθώς η εμπορία ανθρώπων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο σε εθνικό επίπεδο·

2. επαινεί το θετικό έργο της Επιτροπής όσον αφορά τον συντονισμό της αντίδρασης της ΕΕ στην εμπορία ανθρώπων, καθώς και όσον αφορά την ανάπτυξη γνώσεων και την άντληση πορισμάτων σχετικά με τις διάφορες πτυχές της εμπορίας ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένης της έρευνας για τη διάσταση του φύλου και την ιδιαίτερη ευπάθεια των παιδιών· καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει τη συνέχεια του έργου που εκτελείται διορίζοντας Συντονιστή Δράσης κατά της Εμπορίας της ΕΕ πλήρους απασχόλησης με συναφή πείρα και σαφή εντολή, που θα συνεργάζεται με ένα δίκτυο εθνικών αντιπροσώπων από τα κράτη μέλη και την κοινωνία των πολιτών προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεκτική συνεργασία·

3. τονίζει ότι είναι σημαντικό η χρηματοδότηση για τα προγράμματα του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης (ΤΑΜΕ), του προγράμματος Daphne, του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού+ και του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας (ΤΕΑ) να συνεχίσει να χρησιμοποιείται για έργα κατά της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και άλλα διαθέσιμα μέσα, συμπεριλαμβανομένων προγραμμάτων της ΕΕ, όπως το πρόγραμμα «Δικαιώματα, Ισότητα και Ιθαγένεια», χρηματοδοτικών μέτρων, όπως ο Μηχανισμός Γειτονίας, Ανάπτυξης και Διεθνούς Συνεργασίας (ΜΓΑΔΣ) και το Ευρωπαϊκό καταπιστευματικό Ταμείο εκτάκτου ανάγκης για την Αφρική, και πρωτοβουλιών, όπως η EMPACT, η Spotlight της ΕΕ και του ΟΗΕ και οι πρωτοβουλίες Glo.ACT· υπενθυμίζει την ανάγκη για πρωτοβουλίες και έργα που σχετίζονται με τη διάσταση του φύλου στην εμπορία ανθρώπων, και ζητεί μια συνολική επανεξέταση της πολιτικής για τα χρηματοδοτούμενα από την ΕΕ έργα· καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν σταθερή χρηματοδότηση και επαρκές προσωπικό για τον εντοπισμό και την προστασία των θυμάτων και εκφράζει την ανησυχία του για την έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης για τις οργανώσεις των θυμάτων, ιδίως εκείνες που παρέχουν στήριξη σε γυναίκες, οι οποίες, λόγω σοβαρών περικοπών στη χρηματοδότηση, δυσκολεύονται να συνεχίσουν να παρέχουν υπηρεσίες στα θύματα·

4. τονίζει ότι η έλλειψη συνεκτικών, συγκρίσιμων και λεπτομερών στοιχείων εξακολουθεί να παρεμποδίζει την επαρκή και βασισμένη σε στοιχεία αξιολόγηση της κλίμακας και των τάσεων της εμπορίας ανθρώπων· καλεί τα κράτη μέλη να εντείνουν τις προσπάθειές τους και τη χρηματοδότησή τους για την έρευνα, την ανάλυση και τη συλλογή δεδομένων για όλες τις μορφές εμπορίας ανθρώπων, και να βελτιώσουν τον συντονισμό μεταξύ των πηγών δεδομένων σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο, καθώς και τη συλλογή πιο επίκαιρων, κεντρικών και ολοκληρωμένων δεδομένων ανά είδος εμπορίας, ηλικία και φύλο, φυλετική και εθνοτική καταγωγή, που θα συμπεριλαμβάνουν τα άτομα που διακινούνται στο εσωτερικό των χωρών, συγκεντρώνοντας στατιστικά στοιχεία με τον δέοντα σεβασμό των δικαιωμάτων στην ιδιωτικότητα και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σε συνεργασία με τους εμπλεκόμενους θεσμικούς φορείς, την κοινωνία των πολιτών, το EIGE και όλους τους σχετικούς διεθνείς οργανισμούς· καλεί την Επιτροπή να συγκεντρώνει και να δημοσιεύει τακτικά τέτοια στοιχεία για την ΕΕ·

5. ζητεί από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν τη διαφοροποίηση μεταξύ εμπορίας και λαθραίας διακίνησης, οι οποίες απαιτούν βαθύτερη ανάλυση και διαφορετική αντιμετώπιση σε επίπεδο νομοθεσίας και πολιτικής· επισημαίνει ότι η σύγχυση μεταξύ των δύο συχνά οδηγεί σε αστοχίες όσον αφορά τον ορθό εντοπισμό θυμάτων και στη διασφάλιση της πρόσβασής τους σε μέτρα προστασίας και της αποφυγής δευτερογενούς θυματοποίησης·

6. καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εκτιμήσουν και να αξιολογήσουν τη χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των διαδικτυακών υπηρεσιών ως κυρίαρχων εργαλείων που χρησιμοποιούνται για τη στρατολόγηση θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, και να ενισχύσουν τις αρχές επιβολής του νόμου και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών στην καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, παρέχοντάς τους τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις και τους ειδικούς πόρους για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτουν οι νέες τεχνολογίες· καλεί επίσης τα κράτη μέλη να εγκρίνουν κανόνες περί αστικής ευθύνης για τις εταιρείες τεχνολογίας που φιλοξενούν υλικό που σχετίζεται με εκμετάλλευση, να βελτιώσουν τα νομοθετικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται στις δικαστικές διαδικασίες και στη δίωξη των διακινητών, να προωθήσουν την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών, των παρόχων υπηρεσιών Διαδικτύου και των εταιρειών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, να προωθήσουν εκστρατείες ενημέρωσης του κοινού σε ολόκληρη την ΕΕ σχετικά με την εμπορία ανθρώπων, με σεβασμό στο δικαίωμα των θυμάτων στην ιδιωτικότητα και την ασφάλεια, καθώς και διασφαλίζοντας τα θεμελιώδη δικαιώματά τους και την προστασία των δεδομένων τους, και να αυξήσουν τη στήριξη για τη δημιουργία διακρατικής εμπειρογνωμοσύνης και τεχνολογικών λύσεων, για παράδειγμα για την παρεμπόδιση της προσέλκυσης θυμάτων·

7. ζητεί από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να δώσουν προτεραιότητα στην ευαισθητοποίηση στον κυβερνοχώρο στο πλαίσιο εκστρατειών που απευθύνονται σε σχολεία, πανεπιστήμια, εταιρείες και ερευνητικούς φορείς, και να αξιοποιήσουν την υπάρχουσα εμπειρογνωμοσύνη, όπως η δικτυακή πύλη «Καλύτερο Διαδίκτυο για παιδιά»· υπογραμμίζει ότι η ευαισθητοποίηση σε σχέση με τη διαδικτυακή εμπορία ανθρώπων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει ζωτική σημασία προκειμένου να αποφευχθεί η προσέλκυση νέων θυμάτων από τα δίκτυα εμπορίας ανθρώπων· καλεί την Επιτροπή να συνεργαστεί ενεργά με τις πλατφόρμες για την κατάρτιση κοινών κατευθυντήριων γραμμών και σχεδίων δράσης που θα αποτρέψουν και θα καταπολεμήσουν τη διαδικτυακή εμπορία ανθρώπων·

Εντοπισμός, προστασία, συνδρομή και στήριξη των θυμάτων

8. τονίζει ότι ο έγκαιρος εντοπισμός των θυμάτων παραμένει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις όσον αφορά την εφαρμογή και μία από τις πιο κρίσιμες όσον αφορά τη δυνατότητα των θυμάτων να ασκούν τα δικαιώματά τους· καλεί τα κράτη μέλη να τα προστατεύσουν, να δώσουν σε περισσότερους φορείς ευθύνη και ευκαιρίες για αύξηση της ευαισθητοποίησης για τον εντοπισμό των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, των υπαλλήλων που είναι επιφορτισμένοι με την επιβολή του νόμου, των υπαλλήλων που είναι αρμόδιοι για τη μετανάστευση και το άσυλο, των επιθεωρητών εργασίας, των κοινωνικών λειτουργών και των επαγγελματιών υγείας, καθώς και άλλων εμπλεκόμενων επαγγελματιών και φορέων· τονίζει την ανάγκη για μια προσέγγιση που θα βασίζεται στις τέσσερις βασικές στρατηγικές της πρόληψης, της δίωξης, της προστασίας των θυμάτων και της πολυεπίπεδης εταιρικής σχέσης· καλεί όλα τα κράτη μέλη να διαθέσουν επαρκείς πόρους για τον εντοπισμό, την προστασία, τη συνδρομή και τη στήριξη των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων σε όλα τα στάδια· επισημαίνει ότι ο έγκαιρος εντοπισμός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες των τομέων και ομάδων υψηλού κινδύνου, όπως τα θύματα που είναι γυναίκες και κορίτσια·

9. καλεί όλα τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν αποτελεσματικά τα δικαιώματα των θυμάτων μέσω νομικής συνδρομής το νωρίτερο δυνατό,  συμπεριλαμβανομένης της παροχής προσβάσιμων πληροφοριών σχετικά με τα νομικά δικαιώματά τους, και να τα προστατεύσουν και να τα στηρίξουν με μια προσέγγιση που θα λαμβάνει υπόψη τη διάσταση του φύλου και της παιδικής ηλικίας, διασφαλίζοντας παράλληλα τη συμπληρωματικότητα με την οδηγία για τα δικαιώματα των θυμάτων· υπενθυμίζει ότι η οδηγία για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν το δικαίωμα να μην ασκούν δίωξη ή να μην επιβάλλουν κυρώσεις στα θύματα εμπορίας ανθρώπων για τη συμμετοχή τους σε εγκληματικές δραστηριότητες τις οποίες έχουν αναγκαστεί να διαπράξουν·

10. εκφράζει λύπη για την έλλειψη στοχευμένων προγραμμάτων προστασίας σε ευάλωτα θύματα σε πολλά κράτη μέλη· τονίζει τη σημασία της πρόβλεψης μέτρων για τις ειδικές ανάγκες των θυμάτων που βρίσκονται σε ευάλωτη κατάσταση και ειδικής καθοδήγησης στα θύματα εμπορίας ανθρώπων για σκοπούς σεξουαλικής εκμετάλλευσης· τονίζει την ανάγκη να διασφαλιστεί άνευ όρων και εξατομικευμένη προστασία, συνδρομή και στήριξη στα θύματα, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τα άμεσα εξαρτώμενα μέλη τους, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται με ποινικές, αστικές ή άλλες ενέργειες κατά διακινητών ή εκμεταλλευτών· ζητεί την αποτελεσματική εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη της οδηγίας για τα δικαιώματα των θυμάτων και κάθε σχετικής νομοθεσίας, με μια προσέγγιση που έχει σαν βάση το φύλο και τα θύματα· υπενθυμίζει ότι τα άτομα που εργάζονται για την προστασία και την παροχή βοήθειας στα θύματα εμπορίας ανθρώπων δεν θα πρέπει να ποινικοποιούνται για το έργο τους που σχετίζεται με τον σκοπό αυτό·

11. σημειώνει ότι τα θύματα της εμπορίας ανθρώπων έχουν ανάγκη από ειδικές υπηρεσίες όπως, μεταξύ άλλων, πρόσβαση σε ασφαλή βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη στέγαση, συστήματα προστασίας μαρτύρων, υγειονομική περίθαλψη και συμβουλευτικές υπηρεσίες, υπηρεσίες μετάφρασης και διερμηνείας, ένδικα μέσα, αποζημίωση, πρόσβαση σε εκπαίδευση και κατάρτιση, συμπεριλαμβανομένης της εκμάθησης της γλώσσας της χώρας διαμονής, πρόσβαση στην αγορά εργασίας και εύρεση εργασίας, (επαν-)ένταξη, συνδρομή για τη μετεγκατάστασή τους, και εξατομικευμένες υπηρεσίες, που λαμβάνουν ιδιαίτερα υπόψη τη διάσταση του φύλου· ζητεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν την κατάλληλη και στοχευμένη παροχή υπηρεσιών με βάση το φύλο στα θύματα εμπορίας ανθρώπων·

12. εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι συχνά παραβλέπονται οι ειδικές ανάγκες των θυμάτων που βρίσκονται σε ευάλωτη κατάσταση, όπως οι γυναίκες, τα παιδιά, τα άτομα ΛΟΑΔΜ, τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα από φυλετοποιημένες ομάδες, και ζητεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ειδικές ανά φύλο υπηρεσίες και στήριξη στα θύματα ανάλογα με τις ανάγκες τους· καλεί τα κράτη μέλη να εξετάσουν ιδίως τις ανάγκες των ατόμων ΛΟΑΔΜ, καθώς είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε εμπορία ανθρώπων λόγω της σωρευτικής επίδρασης των διαφόρων μορφών διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου·

13. επισημαίνει την υψηλή ευαλωτότητα των κοινοτήτων Ρομά σε όλες τις μορφές εμπορίας και εκμετάλλευσης, και ιδίως των γυναικών και των παιδιών, σύμφωνα με τις τρεις εκθέσεις προόδου της Επιτροπής· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να σχεδιάσουν ειδικά μέτρα για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων μέσω των εθνικών στρατηγικών για την ένταξη των Ρομά για την περίοδο 2020-2030· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να συλλέξουν στατιστικά στοιχεία σχετικά με τα θύματα εμπορίας ανθρώπων βάσει του εθνοτικού υποβάθρου τους·

14. εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι τα θύματα εμπορίας ανθρώπων συχνά δεν διαθέτουν επαρκή ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματά τους ή σχετικά με τα μέτρα συνδρομής και στήριξης που έχουν στη διάθεσή τους· υπογραμμίζει τη σημασία της παροχής σαφών και συνεκτικών πληροφοριών στα θύματα και στο προσωπικό πρώτης γραμμής που μπορεί να έρθει σε επαφή με τα θύματα·

15. επισημαίνει ότι, ενώ ο πλήρης αντίκτυπος της πανδημίας COVID-19 δεν είναι ακόμη μετρήσιμος, είναι, ωστόσο, σαφές ότι η κρίση πλήττει δυσανάλογα τα πλέον ευάλωτα θύματα εμπορίας ανθρώπων, και ιδίως τις γυναίκες, τα παιδιά και όσους βρίσκονται σε επισφαλείς καταστάσεις, και ότι έχει αναγκάσει πολλούς ξενώνες να κλείσουν ή να διακόψουν τις υπηρεσίες τους ως αποτέλεσμα αναφερόμενων λοιμώξεων, αφήνοντας τα θύματα εμπορίας ανθρώπων χωρίς στέγη, υγειονομική περίθαλψη και νομική συνδρομή· τονίζει σε αυτό το πλαίσιο ότι η πρόσβαση στη φροντίδα και σε κοινωνικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι εγγυημένη χωρίς διακρίσεις· υπενθυμίζει ότι τα βαθύτερα αίτια της εμπορίας ανθρώπων επιδεινώθηκαν από την πανδημία, εκθέτοντας τους ευάλωτους πληθυσμούς σε μεγαλύτερους κινδύνους εμπορίας ανθρώπων, αυξάνοντας τον αριθμό των διαδικτυακών διαφημίσεων με θύματα εμπορίας ανθρώπων, των σεξουαλικών θηρευτών που στοχεύουν παιδιά, των περιπτώσεων σεξουαλικής εκμετάλλευσης στο Διαδίκτυο και της ζήτησης για παιδική πορνογραφία· καλεί τα κράτη μέλη να αναλάβουν αποτελεσματική δράση με την υποστήριξη των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και των οργανισμών της ΕΕ, όπως η Ευρωπόλ, η οποία δημοσίευσε έκθεση με τίτλο «Pandemic profiteering: how criminals exploit the COVID-19 crisis’ in March 2020» (Κερδοσκοπία στο πλαίσιο της πανδημίας: πώς οι εγκληματίες εκμεταλλεύονται την κρίση COVID-19), τον Μάρτιο του 2020· καλεί την Επιτροπή να πραγματοποιήσει βαθύτερη ανάλυση των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19 σε δυνητικά θύματα εμπορίας ανθρώπων και στη δομή και λειτουργία της εμπορίας ανθρώπων εν γένει, προκειμένου να καταρτιστούν ειδικά μέτρα για την εξάλειψη της εμπορίας ανθρώπων·

16. επισημαίνει την ανάγκη για πλήρως λειτουργικούς και συνεκτικούς εθνικούς μηχανισμούς παραπομπής (ΕΜΠ), συντονισμένους με διακρατικούς μηχανισμούς παραπομπής και χρηματοδοτούμενους μέσω ειδικών χρηματοδοτικών κονδυλίων, για την αντιμετώπιση των προκλήσεων όσον αφορά τον συντονισμό των διαφόρων φορέων, καθώς και των ελλείψεων που οδηγούν σε περιορισμένη εμπιστοσύνη μεταξύ των θυμάτων, που ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στις αποτελεσματικές παραπομπές· υπογραμμίζει ότι η καλή συνεργασία μεταξύ της αστυνομίας και των μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ) θα πρέπει να λειτουργεί συμπληρωματικά σε έναν ολοκληρωμένο εθνικό μηχανισμό παραπομπής που θα καθορίζει τους ρόλους και τις αρμοδιότητες όλων των σχετικών φορέων[28] κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η προστασία και η προώθηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων· ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να συστήσουν εθνικά κέντρα που θα ειδικεύονται στην παροχή στήριξης και την υποδοχή θυμάτων εμπορίας ανθρώπων και να διευκολύνουν την άμεση και αποδοτική διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ των κέντρων αυτών καθώς και μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου και των αρμόδιων φορέων της ΕΕ·

17. καλεί την Επιτροπή να παρακολουθεί και να αξιολογεί την κατάσταση αποζημίωσης των θυμάτων στα κράτη μέλη και διασυνοριακά όσον αφορά την πρόσβαση, την επιβολή και τις πραγματικές πληρωμές, και να προτείνει συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση καλύτερη, ταχύτερης και δωρεάν συνδρομής και πρόσβασης σε μέτρα αποζημίωσης σε όλα τα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη άλλων μορφών επανόρθωσης·

18. επικροτεί την έγκριση, το 2018, της δημιουργίας του μηχανισμού για την επανεξέταση της εφαρμογής της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και των πρωτοκόλλων αυτής και την έναρξη της διαδικασίας επανεξέτασής της το 2020· καλεί την Επιτροπή να ενεργεί ως πρότυπο σε αυτή τη διαδικασία επανεξέτασης· υπογραμμίζει ότι είναι σημαντικό να αυξηθεί η κατανόηση της εμπορίας ανθρώπων ως σύνθετου και μεταβαλλόμενου εγκλήματος· καλεί τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να διασφαλίσουν ότι μια απάντηση με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα θα παραμείνει στο επίκεντρο της ανάλυσης και της αντιμετώπισης της εμπορίας ανθρώπων, και υπενθυμίζει την ανάγκη συνεργασίας με τους πολίτες και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών· τονίζει τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να συμμετάσχουν στη διεθνή εκστρατεία του ΟΗΕ κατά της εμπορίας ανθρώπων· ζητεί από τα κράτη μέλη να κυρώσουν όλα τα συναφή διεθνή μέσα που σχετίζονται με την εμπορία ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένης της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων·

Η εμπορία ανθρώπων ως έμφυλο έγκλημα και η αντιμετώπιση της εμπορίας ανθρώπων για σκοπούς σεξουαλικής εκμετάλλευσης

19. τονίζει ότι η σεξουαλική εκμετάλλευση παραμένει η πιο διαδεδομένη και καταγγελθείσα μορφή εμπορίας στην ΕΕ από το 2008, δεδομένου ότι το 60 % των θυμάτων αποτελούν θύματα εμπορίας με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση· σημειώνει ότι το 92 % των θυμάτων αυτών είναι γυναίκες και κορίτσια και ότι πάνω από το 70 % των διακινητών είναι άνδρες[29], γεγονός που αντικατοπτρίζει ότι η εμπορία ανθρώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση έχει τις ρίζες της στις ανισότητες των φύλων·

20. ζητεί, ως εκ τούτου, από τα κράτη μέλη να εγκρίνουν ειδικά μέτρα για την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας, της βίας κατά των γυναικών και των ανηλίκων, της κοινωνικής αποδοχής της βίας και της νοοτροπίας της ατιμωρησίας, καθώς και των διαρθρωτικών ανισοτήτων και στερεοτύπων των φύλων ως γενεσιουργών αιτίων της εμπορίας ανθρώπων, ιδίως μέσω εκστρατειών εκπαίδευσης, ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης που θα συμπληρώνονται με ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών, συμπεριλαμβανομένων προγραμμάτων και μαθημάτων κατάρτισης στα οποία θα συμμετέχουν άνδρες και αγόρια· συνιστά η Επιτροπή να ενισχύσει και να αναπτύξει τη διάσταση του φύλου στην παρακολούθηση της εφαρμογής της νομοθεσίας της ΕΕ για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και ζητεί από την Επιτροπή να συνεχίσει να την παρακολουθεί κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των κρατών μελών με την οδηγία και της εφαρμογής της οδηγίας·

21. καλεί την Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο η ζήτηση για σεξουαλικές υπηρεσίες προωθεί την εμπορία ανθρώπων, καθώς η Ευρωπόλ έχει αναφέρει ότι «υπάρχουν κράτη μέλη στα οποία η πορνεία είναι νόμιμη, κάτι που καθιστά ευκολότερο για τους διακινητές να χρησιμοποιούν ένα νομικό περιβάλλον για να εκμεταλλεύονται τα θύματά τους»[30]· υπενθυμίζει το εύρημα της Ευρωπόλ ότι, σε ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ όπου η πορνεία είναι νόμιμη, οι ύποπτοι είναι σε θέση να εκμεταλλεύονται τόσο παιδιά όσο και ενήλικα θύματα[31]· υπογραμμίζει ότι η εμπορία ανθρώπων τροφοδοτείται από τα υψηλά κέρδη των διακινητών και από τη ζήτηση που ενθαρρύνει όλες τις μορφές εκμετάλλευσης· τονίζει ότι η χρήση νόμιμων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων για την κάλυψη των δραστηριοτήτων εκμετάλλευσης είναι αρκετά κοινό φαινόμενο μεταξύ των διακινητών· υπενθυμίζει ότι τα κράτη μέλη έχουν τη νομική υποχρέωση να αποθαρρύνουν και να μειώσουν τη ζήτηση για όλες τις μορφές εκμετάλλευσης, κάτι που θα πρέπει να αποτελεί βασικό στόχο των προσπαθειών πρόληψης και δίωξης·

22. καλεί την Επιτροπή να δώσει προτεραιότητα στην πρόληψη του εγκλήματος της εμπορίας ανθρώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση, μεταξύ άλλων μέσω εκστρατειών ενημέρωσης, ευαισθητοποίησης και εκπαίδευσης, της θέσπισης μέτρων και προγραμμάτων για την αποθάρρυνση και τη μείωση της ζήτησης, και την πιθανή έγκριση ειδικής νομοθεσίας στο μέλλον, και καλεί τα κράτη μέλη να ποινικοποιήσουν, στις έννομες τάξεις τους, την εν γνώσει χρήση των υπηρεσιών θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, όπως συνιστά το άρθρο 18 της οδηγίας για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και όπως επανέλαβε η Επιτροπή το 2018[32], και να προβλέψουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις· ζητεί από τα κράτη μέλη να συνεργαστούν στενά με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που εργάζονται με θύματα εμπορίας ανθρώπων·

23. ζητεί από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να εστιάσουν στις επαναλαμβανόμενες και αναδυόμενες πρακτικές εμπορίας ανθρώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση, όπως, για παράδειγμα, η αυξανόμενη εκμετάλλευση παιδιών και γυναικών, μεταξύ άλλων μέσω της αθέμιτης προσέγγισης παιδιών μέσω Διαδικτύου και της σεξουαλικής εκβίασης, και η χρήση, μεταξύ άλλων, της μεθόδου του «υποτιθέμενου εραστή» («lover boy»), η οποία αποτελεί το συνηθέστερο μέσο προσέλκυσης θυμάτων και συμμόρφωσης των θυμάτων μέσω της χρήσης επιγραμμικών τεχνολογιών, μέσω της ανάπτυξης των ψηφιακών δεξιοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας στο Διαδίκτυο, σε συνεργασία με όλους τους αρμόδιους φορείς· επισημαίνει ότι η αυξημένη χρήση της τεχνολογίας από τα εγκληματικά δίκτυα που συμμετέχουν στην εμπορία ανθρώπων έχει μετασχηματίσει σε σημαντικό βαθμό τον παραδοσιακό τρόπο λειτουργίας τους, ιδίως σε ορισμένα στάδια της διαδικασίας εμπορίας ανθρώπων·

24. τονίζει ότι είναι σημαντικό και ζητεί να παρέχονται προγράμματα κατάρτισης που λαμβάνουν περισσότερο υπόψη τη διάσταση του φύλου και της παιδικής ηλικίας σε όλους τους υπαλλήλους, δικαστές, ενδιαφερόμενους φορείς και παράγοντες που ασχολούνται με περιπτώσεις εμπορίας ανθρώπων, έρευνες και δυνητικά θύματα, προκειμένου να ενισχυθεί ο έγκαιρος εντοπισμός όσων ενδέχεται να αποτελούν θύματα εμπορίας για σεξουαλική εκμετάλλευση, ενθαρρύνει δε τα κράτη μέλη να εγκρίνουν μέτρα για τη στήριξη των θυμάτων, όπως προγράμματα εξόδου, μέτρα ψυχολογικής υποστήριξης, ευκαιρίες αξιοπρεπούς κοινωνικής και επαγγελματικής επανένταξης, εκπαίδευση και πρόσβαση σε ολοκληρωμένες υπηρεσίες σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας, πρόσβαση στην δικαιοσύνη και τα σχετικά δικαιώματα, με τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, των κοινωνικών εταίρων και του ιδιωτικού τομέα· υπογραμμίζει περαιτέρω, σε αυτό το πλαίσιο, τη σημασία που έχουν τα προγράμματα ευαισθητοποίησης του κοινού για τον εντοπισμό και την προστασία των δυνητικών θυμάτων· τονίζει την ανάγκη διάθεσης επαρκών κονδυλίων για σκοπούς κατάρτισης και, ως εκ τούτου, καλεί τα κράτη μέλη να παράσχουν επαρκείς πόρους·

25. ζητεί από τα κράτη μέλη να εγκρίνουν ολοκληρωμένη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, κατάλληλη για κάθε ηλικία και αναπτυξιακό στάδιο, ως βασικό μέσο πρόληψης όλων των μορφών βίας κατά των γυναικών και των κοριτσιών, συμπεριλαμβανομένης της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, και να συμπεριλάβουν εκπαίδευση σχετικά με θέματα συναίνεσης και σχέσεων που θα προωθεί υγιείς συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται από σεβασμό και ισότητα σε όλες τις αλληλεπιδράσεις·

Εμπορία ανθρώπων με σκοπό την εργασιακή εκμετάλλευση

26. εκφράζει τη βαθιά του λύπη για το γεγονός ότι αρκετά κράτη μέλη και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών αναφέρουν αύξηση της εμπορίας ανθρώπων με σκοπό την εργασιακή εκμετάλλευση[33]· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι τα παιδιά επίσης πέφτουν ολοένα συχνότερα θύματα εμπορίας με σκοπό την εργασιακή εκμετάλλευση και ζητεί να αναληφθεί επειγόντως δράση από τις διεθνείς επιθεωρήσεις εργασίας στα κράτη μέλη προκειμένου να εντοπιστούν και να τερματιστούν οι πρακτικές αυτές· καλεί περαιτέρω την Ευρωπαϊκή Αρχή Εργασίας να αντιμετωπίσει το ζήτημα της σοβαρής εργασιακής εκμετάλλευσης κατά προτεραιότητα και να στηρίξει τα κράτη μέλη μέσω της ανάπτυξης ικανοτήτων στον τομέα αυτόν με σκοπό τον καλύτερο εντοπισμό και την επιβολή κυρώσεων για πρακτικές σοβαρής εργασιακής εκμετάλλευσης μέσω στοχευμένων επιθεωρήσεων· τονίζει ότι είναι σημαντικό να εξεταστεί το ενδεχόμενο ενσωμάτωσης της εργασιακής εκμετάλλευσης στα προγράμματα κατάρτισης για τους υπαλλήλους που εργάζονται με τα θύματα, ώστε να ενισχυθεί ο έγκαιρος εντοπισμός όσων αποτελούν θύματα εμπορίας ανθρώπων για καταναγκαστική εργασία· καλεί την Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο η ζήτηση για φτηνή εργασία προωθεί την εμπορία ανθρώπων για εργασιακή εκμετάλλευση· ζητεί από τις αρχές των κρατών μελών να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την εξάλειψη όλων των μορφών άτυπης και μη ρυθμιζόμενης εργασίας, διασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο τα εργασιακά δικαιώματα για όλους τους εργαζομένους· επισημαίνει ότι το επισφαλές εργασιακό καθεστώς των εν λόγω εργαζομένων τους καθιστά εξαρτημένους από τους εργοδότες τους και επιτρέπει στους δράστες εμπορίας ανθρώπων να εκμεταλλεύονται τα θύματά τους·

Άλλες μορφές εκμετάλλευσης

27. ζητεί από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να εστιάσουν στα επαναλαμβανόμενα και αναδυόμενα πρότυπα όλων των μορφών εμπορίας ανθρώπων, μεταξύ άλλων σκοπών για εργασιακή εκμετάλλευση, καταναγκαστική επαιτεία, καταναγκαστικό και εικονικό γάμο και καταναγκαστική εγκληματικότητα· υπογραμμίζει ότι η εμπορία ανθρώπων τροφοδοτείται από τα υψηλά κέρδη των διακινητών και από τη ζήτηση που προωθεί όλες τις μορφές εκμετάλλευσης· σημειώνει με ανησυχία ότι πολλά κράτη μέλη της ΕΕ δεν διαθέτουν επαρκή νομοθεσία για τα θύματα κάθε μορφής εκμετάλλευσης· καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν υπόψη όλες τις μορφές εμπορίας ανθρώπων όταν παρέχουν προστασία, συνδρομή και στήριξη στα θύματα· επισημαίνει ότι παρά τις πρόσφατες αναφορές για εμπορία ανθρώπων από εγκληματικά δίκτυα διαμέσου της ΕΕ με σκοπό την εργασιακή εκμετάλλευση ή άλλες μορφές εκμετάλλευσης, υπάρχει έλλειψη επαρκών δεδομένων, νομοθεσίας και πρόσβασης σε υπηρεσίες στήριξης για τα θύματα αυτών των μορφών εκμετάλλευσης·

28. επισημαίνει ότι η εμπορία ανθρώπων για άλλες μορφές εκμετάλλευσης αφορούσε ποσοστό 18 % των θυμάτων[34], συμπεριλαμβανομένων δραστηριοτήτων στον τομέα της καταναγκαστικής επαιτείας, της καταναγκαστικής εγκληματικής δραστηριότητας, της πώλησης βρεφών, της αφαίρεσης οργάνων, των παράνομων υιοθεσιών, της οικονομικής εκμετάλλευσης μέσω απάτης και της εμπορίας ανθρώπων μέσω παρένθετης μητρότητας· επισημαίνει ότι πολλά από τα θύματα της καταναγκαστικής επαιτείας και της καταναγκαστικής εγκληματικής δραστηριότητας προέρχονται συχνά από περιθωριοποιημένες κοινότητες Ρομά και συχνά είναι παιδιά·

29. τονίζει ότι το νομικό και πολιτικό πλαίσιο της ΕΕ για την εμπορία ανθρώπων συνδυάζει τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική διάσταση, καθώς αναγνωρίζει ότι η δράση για την καταπολέμηση της εμπορίας, που συνιστά σοβαρό έγκλημα και παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποτελεί σαφή στόχο της εξωτερικής δράσης της ΕΕ· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να ενισχύσουν τη συνεργασία με τρίτες χώρες για την καταπολέμηση όλων των μορφών εμπορίας ανθρώπων και να ενισχύσουν τις ευκαιρίες για κοινές έρευνες και εξειδικευμένες διώξεις·

Η εμπορία ανθρώπων στο πλαίσιο του ασύλου και της μετανάστευσης

30. τονίζει ότι, παρόλο που η πλειονότητα των θυμάτων είναι υπήκοοι της ΕΕ, οι εγκληματικές οργανώσεις καταχρώνται τις μεταναστευτικές οδούς για τη μεταφορά θυμάτων εμπορίας ανθρώπων προς την ΕΕ, με τις ανθρωπιστικές κρίσεις να επιδεινώνουν την έκθεση των μεταναστών, των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο στους διακινητές· επισημαίνει ότι ο αριθμός των γυναικών και των κοριτσιών που διακινούνται τα τελευταία χρόνια μέσω της οδού της Κεντρικής Μεσογείου για σεξουαλική εκμετάλλευση στην ΕΕ έχει αυξηθεί κατακόρυφα[35]· καλεί τα κράτη μέλη και την ΕΕ να εντοπίζουν αυτές τις γυναίκες και τα κορίτσια και να αποτρέπουν παρόμοιες περιπτώσεις στο μέλλον χρησιμοποιώντας μια συνεκτική και συντονισμένη προσέγγιση που βασίζεται στα δικαιώματα και λαμβάνει υπόψη τη διάσταση του φύλου και της παιδικής ηλικίας για την πρόληψη και αντιμετώπιση της εμπορίας ανθρώπων· υπενθυμίζει ότι οι γυναίκες και τα παιδιά πέφτουν συχνά θύματα σεξουαλικής κακοποίησης κατά μήκος της μεταναστευτικής οδού, με αντάλλαγμα την προστασία και τη στοιχειώδη διατροφή· υπογραμμίζει ότι τα κριτήρια για τη χορήγηση σε αυτές τις γυναίκες και τα παιδιά του επίσημου καθεστώτος του θύματος εμπορίας ανθρώπων είναι συχνά υπερβολικά άκαμπτα για να εκπληρωθούν και ότι, ως εκ τούτου, δεν κατορθώνουν να λάβουν την απαιτούμενη συνδρομή για την αντιμετώπιση των δεινών που αντιμετωπίζουν·

31. επαναλαμβάνει ότι οι αιτούντες άσυλο, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, και ιδίως οι ασυνόδευτοι ανήλικοι και οι ανήλικοι που έχουν αποχωριστεί τις οικογένειές τους, είναι ευάλωτοι στην εμπορία ανθρώπων, και ότι θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην εμπορία γυναικών, παιδιών και άλλων ευάλωτων ομάδων· επισημαίνει ότι υπάρχουν ευπάθειες και κίνδυνοι στα διάφορα στάδια της μεταναστευτικής διαδικασίας πριν από την ίδια τη μετανάστευση, κατά μήκος της διαδρομής προς την ΕΕ, στον προορισμό και για εκείνους που ενδέχεται να επιστρέψουν· επισημαίνει ότι η περιορισμένη γνώση της τοπικής γλώσσας ή/και η έλλειψη κατανόησης των δικαιωμάτων τους, η περιορισμένη πρόσβαση σε βιώσιμες δυνατότητες να βγάλουν τα προς το ζην ή σε ποιοτική εκπαίδευση και οι περιορισμοί της ελεύθερης μετακίνησής τους συμβάλλουν επίσης στον κίνδυνο τα άτομα αυτά να μετατραπούν σε θύματα εμπορίας ανθρώπων·

32. επισημαίνει ότι ο αριθμός των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων που καταγράφονται στο πλαίσιο διαδικασιών διεθνούς προστασίας είναι πολύ χαμηλός· καλεί τα κράτη μέλη να ενισχύσουν την ενημέρωση των αφικνούμενων ατόμων, μεταξύ άλλων με τη βοήθεια της μετάφρασης και της διερμηνείας, σχετικά με τα δικαιώματά τους και τις εφαρμοστέες διαδικασίες βάσει του δικαίου της ΕΕ, μεταξύ άλλων και σχετικά με τις δυνατότητες λήψης στήριξης από δικηγόρους και πολιτιστικούς διαμεσολαβητές οι οποίοι εργάζονται για την πρόληψη της εμπορίας και της εκμετάλλευσης ανθρώπων·

33. επισημαίνει ότι σε ορισμένα κράτη μέλη οι αιτούντες διεθνή προστασία που έχουν αναγνωριστεί ως θύματα εμπορίας ανθρώπων ενδέχεται να έχουν αποφασίσει, ή να έχουν αναγκαστεί, να αλλάξουν διαδικασία και να υποβάλλουν αίτηση για άδεια διαμονής σύμφωνα με την οδηγία 2004/81/ΕΚ[36]· καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι οι διαδικασίες για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και οι διαδικασίες ασύλου διασυνδέονται μεταξύ τους και αλληλοσυμπληρώνονται·

34. καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν τη συνεκτική εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπονται στον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ, στην οδηγία για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και στην οδηγία για τον τίτλο παραμονής, προκειμένου να αποτραπεί η πρακτική ορισμένων κρατών μελών να μεταφέρουν τα θύματα εμπορίας ανθρώπων στη χώρα όπου αυτά υπέστησαν εκμετάλλευση κατά την αρχική άφιξή τους, αφήνοντάς τα έτσι περισσότερο εκτεθειμένα στον κίνδυνο να πέσουν και πάλι θύματα εμπορίας και να υποστούν εκ νέου τραυματικές εμπειρίες·

35. καλεί τα κράτη μέλη να εντείνουν τις προσπάθειές τους για τον εντοπισμό πιθανών θυμάτων από πρώιμο στάδιο, ιδίως εντός των μεταναστευτικών ροών και των κέντρων υποδοχής και ταυτοποίησης, και να θεσπίσουν μέτρα προστασίας και πρόληψης· τονίζει ότι θα πρέπει να παρέχεται στα αναγνωρισμένα δυνητικά θύματα προστασία και πρόσβαση σε ένα ασφαλές μέρος όπου θα μπορούν να λαμβάνουν ενημέρωση και νομική συνδρομή· καλεί τα κράτη μέλη να αναλάβουν δράση προκειμένου να διασφαλιστεί ότι όλα τα θύματα, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών θυμάτων, θα έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη ανεξαρτήτως του καθεστώτος διαμονής τους·

36. καλεί τα κράτη μέλη να παράσχουν επαρκείς πόρους και ειδικές εγκαταστάσεις για τα διαπιστωμένα και εικαζόμενα θύματα εμπορίας ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών, των ασυνόδευτων ανηλίκων και των ανηλίκων που έχουν αποχωριστεί τις οικογένειές τους, και να διασφαλίσουν επαρκείς θέσεις σε ξενώνες· καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν την παρουσία ειδικά εκπαιδευμένου σε θέματα φύλου προσωπικού στις εγκαταστάσεις υποδοχής και να παράσχουν επαρκή στήριξη και χρηματοδότηση στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που εργάζονται με τα άτομα αυτά·

37. καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν το δικαίωμα των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων στην οικογενειακή ζωή και να αξιολογήσουν την πιθανή επέκταση της διεθνούς προστασίας που παρέχεται στα θύματα στα μέλη της οικογένειάς τους· καλεί τα κράτη μέλη να επισπεύσουν τις διαδικασίες οικογενειακής επανένωσης για τα μέλη των οικογενειών των θυμάτων που βρίσκονται σε κίνδυνο στη χώρα προέλευσης·

38. τονίζει την ανάγκη να δημιουργηθούν εθνικοί μηχανισμοί για συλλογή δεδομένων σχετικά με τα θύματα εμπορίας ανθρώπων στις διαδικασίες διεθνούς προστασίας ώστε να είναι δυνατό να διασφαλιστεί η παρακολούθηση σε διαπιστωμένες περιπτώσεις·

39. εκφράζει ανησυχία για το γεγονός ότι η περίοδος αποκατάστασης και περίσκεψης συνδέεται με τη συνεργασία εκ μέρους του θύματος κατά τη διάρκεια της έρευνας και χορηγείται από τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι σε ορισμένα κράτη μέλη[37] η περίοδος αυτή δεν παρέχεται ούτε σε θύματα εμπορίας ανθρώπων που είναι υπήκοοι της ΕΕ ή/και του ΕΟΧ ούτε σε αιτούντες άσυλο· καλεί την Επιτροπή να παρακολουθεί την εφαρμογή των διαθέσιμων νομικών λύσεων σε επίπεδο κρατών μελών, ιδίως όσον αφορά τη χορήγηση περιόδου αποκατάστασης και περίσκεψης·

40. επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την Ευρωπόλ, η λαθραία διακίνηση μεταναστών και η εμπορία ανθρώπων εκτελούντα συχνά από τις ίδιες εγκληματικές οργανώσεις[38] και ότι οι έρευνες δείχνουν ότι οι διακινητές στοχεύουν ολοένα περισσότερο τους μετανάστες και αιτούντες άσυλο στην ΕΕ με σκοπό την εκμετάλλευση[39]· τονίζει ότι είναι σημαντική η πρόληψη και η καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων στο πλαίσιο της συνεργασίας κατά της παράνομης διακίνησης με τις τρίτες χώρες, είτε προέλευσης είτε διέλευσης, παράλληλα με την προστασία των θυμάτων της εμπορίας ανθρώπων, με τη διασφάλιση ολοκληρωμένων προγραμμάτων στήριξης, επανένταξης και αποκατάστασης·

41. υπενθυμίζει στα κράτη μέλη ότι η έλλειψη ασφαλών και νόμιμων οδών μετανάστευσης για τους αιτούντες άσυλο αυξάνει την ευαλωτότητά τους στην εμπορία ανθρώπων, καθώς μπορούν να πέσουν θύματα εκμετάλλευσης τόσο κατά τη διαμετακόμιση όσο και κατά την άφιξη· καλεί τα κράτη μέλη να παράσχουν περισσότερες ασφαλείς και νόμιμες μεταναστευτικές οδούς, όπως οι θεωρήσεις για ανθρωπιστικούς λόγους, προκειμένου να αποτρέπεται η εκμετάλλευση ευάλωτων ατόμων·

42. σημειώνει ότι το γεγονός ότι τα θύματα δεν διαθέτουν επίσημα έγγραφα ή τελούν υπό καθεστώς εξάρτησης αυξάνει την πιθανότητα θυματοποίησης και μειώνει την πιθανότητα να αναζητήσουν βοήθεια ή να καταγγείλουν την κακοποίηση λόγω του φόβου των συνεπειών της μετανάστευσης, κάτι που τα θέτει σε κίνδυνο εκμετάλλευσης και κακοποίησης· σημειώνει ότι τα σημαντικά κενά που υπάρχουν στην κάλυψη και την εφαρμογή του εθνικού δικαίου και των εθνικών πολιτικών σχετικά με την εμπορία ανθρώπων, δίνουν στους δράστες πρόσθετες ευκαιρίες εκμετάλλευσης θυμάτων με παράνομο καθεστώς, αφήνοντας μεγάλες ομάδες ανθρώπων περισσότερο ευάλωτες στην εκμετάλλευση· καλεί τα κράτη μέλη να αποσυνδέσουν τα μέτρα επιβολής της νομοθεσίας για τη μετανάστευση από τις δραστηριότητες επιβολής του νόμου· τονίζει ότι θα πρέπει να δημιουργηθούν μηχανισμοί για ασφαλή και αποτελεσματική υποβολή καταγγελιών για τα ευάλωτα άτομα·

Εμπορία παιδιών

43. σημειώνει ότι τα παιδιά αποτελούν σχεδόν το ένα τέταρτο του συνόλου των θυμάτων στην ΕΕ, με τα κορίτσια (78 %) να αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των παιδιών θυμάτων στην ΕΕ· επισημαίνει ότι σχεδόν το 75 % όλων των παιδιών θυμάτων στην ΕΕ ήταν πολίτες της ΕΕ· εκφράζει ιδιαίτερη ανησυχία για τη βία, την κακοποίηση και την εκμετάλλευση που υφίστανται τα παιδιά θύματα στην ΕΕ, και ιδίως εκείνα που πέφτουν θύματα εμπορίας με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση[40]·

44. υπενθυμίζει την υποχρέωση των κρατών μελών να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στα παιδιά θύματα εμπορίας, λαμβάνοντας πάντα υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού ως παράγοντα ύψιστης σημασίας· τονίζει τη σωματική και ψυχολογική βλάβη που υφίστανται τα παιδιά που πέφτουν θύματα εμπορίας και την αυξημένη ευαλωτότητά τους στην εκμετάλλευση· καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ισχυρά μέτρα για την προστασία των παιδιών, το τεκμήριο της παιδικής ηλικίας και την εκτίμηση της ηλικίας των παιδιών, την προστασία πριν και κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, την πρόσβαση σε άνευ όρων συνδρομή, την αποζημίωση, τη μη επιβολή κυρώσεων, και την παροχή συνδρομής και στήριξης στο μέλος της οικογένειας ενός παιδιού θύματος, καθώς και την πρόληψη·

45. καλεί τα κράτη μέλη να εστιάσουν στον εντοπισμό των παιδιών θυμάτων και να τα βοηθήσουν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους· τονίζει ότι για τα ασυνόδευτα παιδιά θύματα, συμπεριλαμβανομένων των ασυνόδευτων παιδιών θυμάτων, πρέπει να διορίζονται αμέσως κηδεμόνες που λαμβάνουν καλή κατάρτιση και κατάλληλη στήριξη, ακόμη και προσωρινοί, ως μέτρο έκτακτης ανάγκης και τονίζει τη σημασία που διαδραματίζουν οι φιλικές προς τα παιδιά υπηρεσίες δικαιοσύνης και εξειδικευμένες υπηρεσίες· καλεί, επιπλέον, τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα για να διασφαλίσουν επαρκή και κατάλληλη κατάρτιση, ιδίως νομική και ψυχολογική κατάρτιση, για όσους εργάζονται με παιδιά που είναι θύματα εμπορίας, και να αυξήσουν τον αριθμό των κηδεμόνων μέσω της διοργάνωσης εκστρατειών ευαισθητοποίησης·

46.  καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι το προσωπικό στα προξενεία δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην ορθή επαλήθευση της ταυτότητας των ανηλίκων και τη σύνδεση με το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που ασκεί/ασκούν τη γονική μέριμνα ή τη νόμιμη κηδεμονία κατά τη λήψη βιομετρικών δεδομένων του ανηλίκου στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής αίτησης θεώρησης· καλεί την Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με την Ευρωπόλ και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, και τα κράτη μέλη να παράσχουν στοχευμένη και αποτελεσματική εκπαίδευση και κατάρτιση, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι διακινητές, στις εθνικές, τοπικές και περιφερειακές αρχές με σκοπό την πρόληψη της εμπορίας παιδιών·

47. καλεί τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν πλήρως την οδηγία 2011/93/ΕΕ σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας[41], και να ενισχύσουν την αστυνομική και δικαστική συνεργασία για την αποτροπή και την καταπολέμηση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης σε επίπεδο ΕΕ· ζητεί από τα κράτη μέλη να συνεργαστούν με τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και τους οργανισμούς της ΕΕ, ιδίως με την Ευρωπόλ και τη Eurojust, προκειμένου να ενταθεί η ανταλλαγή πληροφοριών και να υποστηρίζονται οι διασυνοριακές έρευνες·

48.  σημειώνει με μεγάλη ανησυχία τη διάδοση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και το μοτίβο και την κανονικοποίηση της εμπορίας και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και ζητεί μια επαρκή απόκριση από την πλευρά των διαδικτυακών πλατφορμών ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος διάθεσης υλικού κακοποίησης που περιλαμβάνει παιδιά·

49.  επισημαίνει τη χρήση μέσων όπως το Διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την προσέγγιση και την προσέλκυση δυνητικών θυμάτων· ζητεί να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή από τις διαδικτυακές πλατφόρμες στην ανάπτυξη κατάλληλων εργαλείων· ζητεί ο νέος νόμος για τις ψηφιακές υπηρεσίες να αντιμετωπίσει αυτή τη χρήση μεθόδων βίας στον κυβερνοχώρο· καλεί τα κράτη μέλη να αναπτύξουν ένα μοντέλο εντοπισμού, έγκαιρης υποστήριξης και συνδρομής για τα παιδιά που πέφτουν θύματα διαδικτυακής σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης, καθώς και προγράμματα ευαισθητοποίησης και φιλικούς προς τα παιδιά μηχανισμούς καταγγελιών· ενθαρρύνει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αναλάβουν περαιτέρω δράση για την καταπολέμηση αυτών των διαδικτυακών εγκλημάτων και να ενισχύσουν τα προληπτικά μέτρα· επαναλαμβάνει, επομένως, την ανάγκη να βελτιωθεί η διασυνοριακή συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου και των αρχών προστασίας των παιδιών, καθώς και να αναπτυχθεί ταχύς εντοπισμός των οικογενειών και ρυθμίσεις εναλλακτικής φροντίδας για τους ασυνόδευτους ανηλίκους·

50. τονίζει ότι τα παιδιά θύματα χρειάζονται ειδική υποστήριξη, στην οποία θα λαμβάνεται υπόψη το βέλτιστο συμφέρον τους και οι ιδιαίτερες ευπάθειές τους· ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι οι επαγγελματίες που έρχονται σε επαφή με παιδιά θύματα, όπως το προσωπικό των αρχών επιβολής του νόμου, οι συνοριοφύλακες, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι δικαστικοί και οι εργαζόμενοι στους τομείς της κοινωνικής προστασίας και της υγείας, συμπεριλαμβανομένων όσων εργάζονται σε δομές φροντίδας νέων, είναι επαρκώς καταρτισμένοι για να εντοπίζουν και να στηρίζουν τα παιδιά θύματα εμπορίας και να τα παραπέμπουν στις αρμόδιες υπηρεσίες· σημειώνει ότι οι εξειδικευμένες ομάδες εντός των αρχών επιβολής του νόμου, οι οποίες είναι καταρτισμένες στην οπτικοακουστική καταγραφή καταθέσεων παιδιών, δεν συμμετέχουν πάντα στις λήψεις καταθέσεων όλων των παιδιών θυμάτων εμπορίας· προτρέπει τα κράτη μέλη να καθιερώσουν αυτήν την πρακτική και να καταρτίσουν το προσωπικό των αρχών επιβολή του νόμου σε αυτό το είδος της φιλικής προς το παιδί λήψης καταθέσεων· συμβουλεύει τα κράτη μέλη να αναπτύξουν μια ισχυρή «αλυσιδωτή προσέγγιση», η οποία θα συνδέεται στενά με την ειδική υποστήριξη για τα θύματα εμπορίας ανθρώπων, όπως τα ειδικά κέντρα για τη στήριξη και την υποδοχή θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, και να ενσωματώσουν στοιχεία φροντίδας νέων, καλύπτοντας ταυτόχρονα τις συγκεκριμένες ανάγκες κάθε παιδιού θύματος εμπορίας·

51. σημειώνει ότι τα παιδιά Ρομά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στην εκμετάλλευση και την εμπορία ανθρώπων και διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο να υποστούν σεξουαλική ή εργασιακή εκμετάλλευση και καταναγκαστική επαιτεία·

52. χαιρετίζει την απόφαση της Επιτροπής να συμπεριλάβει στη στρατηγική της ΕΕ για αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, της 24ης Ιουλίου 2020, την πιθανότητα δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού κέντρου για την πρόληψη και αντιμετώπιση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, όπως ζητήθηκε στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με τα δικαιώματα των παιδιών, το οποίο θα συνιστά ακρογωνιαίο λίθο μιας συντονισμένης και πολυμερούς ευρωπαϊκής προσέγγισης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της παιδικής κακοποίησης και την παροχή συνδρομής στα θύματα·

53. σημειώνει ότι τα παιδιά που μεταναστεύουν, και ιδίως τα ασυνόδευτα παιδιά μετανάστες και τα παιδιά μετανάστες που έχουν χωριστεί από την οικογένειά τους, εξακολουθούν να διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο βίας, εμπορίας ανθρώπων και εκμετάλλευσης κατά μήκος των μεταναστευτικών οδών προς και εντός της ΕΕ· σημειώνει ότι τα κορίτσια διατρέχουν κίνδυνο σεξουαλικής εκμετάλλευσης και έμφυλης βίας από την αρχή ως το τέλος των μεταναστευτικών οδών· ζητεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν στα ασυνόδευτα παιδιά θύματα εμπορίας συνδρομή, στήριξη και μέτρα προστασίας που να ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες τους, να ορίζουν για αυτά κηδεμόνα κατά την άφιξή τους και να τους παρέχουν κατάλληλες και προσαρμοσμένες συνθήκες διαβίωσης· υπενθυμίζει ότι τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το βέλτιστο συμφέρον των ασυνόδευτων παιδιών τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα· καταδικάζει το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη χρησιμοποιούν την κράτηση ως μέσο «προστασίας» για ασυνόδευτους ανηλίκους, μεταξύ άλλων σε αστυνομικά κελιά· υπενθυμίζει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν εναλλακτικές λύσεις αντί της κράτησης, ιδίως για τα παιδιά· υπενθυμίζει ότι η κράτηση δεν εξυπηρετεί το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν φιλική προς το παιδί στέγαση αντί της κράτησης·

54. σημειώνει ότι οι διακινητές χρησιμοποιούν συχνά τα κέντρα υποδοχής για να εντοπίσουν δυνητικά θύματα και να ρυθμίσουν τη μεταφορά τους στους τόπους όπου θα υποστούν εκμετάλλευση, και ότι οι σχετικές δημόσιες αρχές και άλλοι αρμόδιοι φορείς στα κράτη μέλη πρέπει, συνεπώς, να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να παρακολουθούν και να φυλάσσουν αυτά τα κέντρα, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στα πλέον ευάλωτα άτομα, όπως τα παιδιά, ενισχύοντας την προστασία τους μέσω, ταυτόχρονα της ενημέρωσης και ενδυνάμωσής τους, με την αύξηση της ευαισθητοποίησης στα σχολεία, τα κέντρα φροντίδας νέων και τα κινήματα των νέων· τονίζει ότι μια συντονισμένη ευρωπαϊκή προσέγγιση είναι απαραίτητη για την εξεύρεση και την προστασία των ασυνόδευτων παιδιών μεταναστών σε περίπτωση εξαφάνισής τους·

Αποτελεσματικότητα των συστημάτων ποινικής δικαιοσύνης και ποινικοποίηση της χρήσης υπηρεσιών των θυμάτων

55. επισημαίνει τον χαμηλό αριθμό διώξεων και καταδικαστικών αποφάσεων για το έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων· ζητεί από τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα για τη βελτίωση και επιτάχυνση της διερεύνησης υποθέσεων εμπορίας ανθρώπων μέσω της ενίσχυσης των προσπαθειών της αστυνομίας τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνικό επίπεδο και να θεσπίσουν αυστηρές ποινικές κυρώσεις για το έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων· υπογραμμίζει ότι οι υφιστάμενες εθνικές κυρώσεις και τα μέσα εκτέλεσής τους εξακολουθούν να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών· υπογραμμίζει ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή σε τομείς στους οποίους δεν υποβάλλονται επαρκείς καταγγελίες και δεν πραγματοποιείται επαρκής έρευνα, και ιδίως στην εποχική και προσωρινή απασχόληση σε τομείς χαμηλών δεξιοτήτων και χαμηλών αμοιβών, όπως είναι η εργασιακή εκμετάλλευση στον γεωργικό τομέα· καλεί τα κράτη μέλη να καταπολεμήσουν την ατιμωρησία μέσω συντονισμένης προσέγγισης μεταξύ των αρμόδιων οργανισμών της ΕΕ σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και άλλους εταίρους, ενισχύοντας έτσι την αποτελεσματικότητα των ερευνών και των διώξεων, μεταξύ άλλων με την αποτελεσματική χρήση των υφιστάμενων πλατφορμών που διαχειρίζονται οργανισμοί όπως η Ευρωπόλ και η Eurojust· καλεί, ως εκ τούτου, τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την πρόληψη, τον εντοπισμό, τη διερεύνηση ή τη δίωξη σοβαρών εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων εμπορίας ανθρώπων, να χρησιμοποιούν συστήματα ΤΠ μεγάλης κλίμακας, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν (SIS II), σύμφωνα με τις διατάξεις που κατοχυρώνονται στη σχετική νομοθεσία με σκοπό την υποστήριξή τους·

56. επισημαίνει ότι δεν έχουν θεσπίσει όλα τα κράτη μέλη νομοθεσία σχετικά με το άρθρο 18 της οδηγίας για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων[42]· σημειώνει ότι η ύπαρξη διαφορετικών νομικών πλαισίων σχετικά με την ποινικοποίηση της χρήσης υπηρεσιών που παρέχονται από θύματα παρεμποδίζει τις προσπάθειες για μείωση της ζήτησης· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι τα ποσοστά δίωξης και καταδίκης στην ΕΕ για την εν γνώσει χρήση των υπηρεσιών των θυμάτων και για τη σεξουαλική εκμετάλλευση είναι χαμηλά· επαναλαμβάνει την επείγουσα έκκλησή του προς τα κράτη μέλη να ποινικοποιήσουν την πράξη της εν γνώσει χρήσης των υπηρεσιών θυμάτων εμπορίας ανθρώπων·

57. υπογραμμίζει ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό για την κοινότητα επιβολής του νόμου της ΕΕ να αναπτύξει αποδοτικές και εκτεταμένες ικανότητες ανάλυσης ως απόκριση στις ολοένα αυξανόμενα εγκληματικά μοτίβα εμπορίας ανθρώπων που διευκολύνονται από το Διαδίκτυο· καλεί την Επιτροπή να παρέχει χρηματοδοτική στήριξη στους οργανισμούς της ΕΕ όπως η Ευρωπόλ και μέσω ειδικών τομεακών ταμείων της ΕΕ όπως το ΤΕΑ στα κράτη μέλη προκειμένου να διασφαλίζονται τα ύψιστα πρότυπα ανάλυσης και κατάλληλα εργαλεία για την επεξεργασία ολοένα περισσότερο σύνθετων όγκων πληροφοριών·

58. σημειώνει ότι οι γυναίκες ποινικοποιούνται δυσανάλογα λόγω της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης ή του καθεστώτος τους ως μεταναστριών και παρεμποδίζονται από το να απολαύσουν ίση πρόσβαση στη δικαιοσύνη εξαιτίας έμφυλων στερεοτύπων, νόμων που εισάγουν διακρίσεις, διασταυρούμενων ή σύνθετων διακρίσεων, και απαιτήσεων και πρακτικών που αφορούν διαδικαστικά θέματα ή αποδεικτικά στοιχεία· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι η πρόσβαση στη δικαιοσύνη είναι διαθέσιμη από φυσική, οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική άποψη για όλες τις γυναίκες· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αντιμετωπίσουν τα εμπόδια που σχετίζονται με την πρόσβαση των γυναικών στη δικαιοσύνη·

59. εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις για να αποκτήσει ένα θύμα επίσημο καθεστώς θύματος εμπορίας ανθρώπων είναι συχνά υπερβολικά αυστηρές για να εκπληρωθούν, ειδικότερα για ανηλίκους και άλλα ευάλωτα θύματα τα οποία εξαρτώνται οικονομικά και συναισθηματικά από τους διακινητές τους· εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι τα θύματα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ποινικές διώξεις και καταδίκες για αδικήματα τα οποία εξαναγκάστηκαν να διαπράξουν και τα οποία συχνά συνδέονται με την παράνομη είσοδο στο έδαφος κράτους μέλους, κάτι που είναι συχνά εγγενές στην εμπορία ανθρώπων· καλεί τα κράτη μέλη να θεσπίσουν σαφείς διατάξεις σχετικά με τη μη άσκηση δίωξης ή τη μη επιβολή κυρώσεων σε θύματα εμπορίας ανθρώπων και σχετικά με την αποσύνδεση της προστασίας των θυμάτων από τη συνεργασία με τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου, η οποία επί του παρόντος έχει σαν αποτέλεσμα το θύμα να φέρει εξ ολοκλήρου το βάρος της απόδειξης· ζητεί, αντιθέτως, από τα κράτη μέλη να καλύπτουν τις ανάγκες των θυμάτων όσον αφορά την ψυχολογική υποστήριξη· καλεί περαιτέρω τα κράτη μέλη να λάβουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι η παροχή συνδρομής και στήριξης σε ένα θύμα δεν εξαρτάται από την προθυμία του θύματος να συνεργαστεί σε ποινική έρευνα, δίωξη ή δίκη σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων·

60. εκφράζει δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι στοιχεία για την ταυτότητα θυμάτων εμπορίας εμφανίζονται σε αναφορές της αστυνομίας και κατά τη διάρκεια διαδικασιών, κάτι που καθιστά δύσκολο για τα θύματα να μιλήσουν ή να προστατευθούν από αντίποινα· ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να διατηρούν τα ονόματα και άλλα στοιχεία ταυτότητας των θυμάτων σε χωριστά αρχεία, τα οποία θα είναι προσβάσιμα για την αστυνομία και την εισαγγελία αλλά δεν θα αποκαλύπτονται σε υπόπτους εμπορίας ανθρώπων ή στους δικηγόρους τους, τηρώντας ταυτόχρονα το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη·

61. τονίζει τη σημασία των οικονομικών ερευνών και της «παρακολούθησης της διαδρομής του χρήματος» ως βασικής στρατηγικής για τη διερεύνηση και δίωξη των δικτύων οργανωμένου εγκλήματος που επωφελούνται από την εμπορία ανθρώπων· καλεί τα κράτη μέλη να ξεκινούν χρηματοοικονομικές έρευνες και να συνεργάζονται με ειδικούς στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατά την έναρξη οποιασδήποτε νέας έρευνας για εμπορία ανθρώπων· καλεί τα κράτη μέλη να ενισχύσουν τη συνεργασία για τη δέσμευση και τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων των ατόμων που εμπλέκονται σε εμπορία ανθρώπων και για την παροχή αποζημίωσης στα θύματα, μεταξύ άλλων με τη χρήση δημευμένων προϊόντων για τη στήριξη της συνδρομής και της προστασίας των θυμάτων, όπως ενθαρρύνεται από την αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας για την εμπορία ανθρώπων· καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει και να προωθήσει τη χρήση της υφιστάμενης δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας, καθώς και των διαθέσιμων εργαλείων, όπως είναι η αμοιβαία αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων, οι κοινές ερευνητικές ομάδες και η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας· ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, να εφαρμοστεί μια ενισχυμένη ολιστική προσέγγιση, η οποία αποσκοπεί στην αύξηση της κοινής σκέψης σε όλους τους τομείς, όπως η μετανάστευση, η απασχόληση, η υγεία και η ασφάλεια στον χώρο εργασίας και πολλοί άλλοι τομείς·

Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και με τους οργανισμούς της ΕΕ

62. υπενθυμίζει τον ρόλο των οργανισμών της ΕΕ στον έγκαιρο εντοπισμό των θυμάτων και στην καταπολέμηση

της εμπορίας ανθρώπων· ζητεί να αυξηθεί η χρηματοδότηση των οργανισμών της ΕΕ στον τομέα της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών Υποθέσεων (ΔΕΥ), προκειμένου να καταρτιστεί το προσωπικό τους και να αναπτυχθούν εργαλεία ανάπτυξης ικανοτήτων στον τομέα του εντοπισμού των θυμάτων, συμπεριλαμβανομένου του διορισμού υπαλλήλων ειδικά εκπαιδευμένων σε προσεγγίσεις που λαμβάνουν υπόψη τη διάσταση του φύλου και της παιδικής ηλικίας, ιδίως στα κράτη μέλη εκείνα που αντιμετωπίζουν αυξημένες μικτές μεταναστευτικές ροές· καλεί την Επιτροπή να καταρτίσει κατευθυντήριες γραμμές για την ενσωμάτωση της εμπειρογνωμοσύνης σε θέματα φύλου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις δραστηριότητες των αρχών επιβολής του νόμου σε ολόκληρη την ΕΕ, μεταξύ άλλων μέσω της ανάπτυξης μακροχρόνιων προγραμμάτων για τη βελτίωση της ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και στο προσωπικό των οργανισμών στον τομέα της ΔΕΥ, ιδίως εκείνων που σχετίζονται με την εμπορία ανθρώπων·

63. χαιρετίζει την υιοθέτηση κοινής δήλωσης των οργανισμών στον τομέα της ΔΕΥ περί συνεργασίας τους για την αντιμετώπιση της εμπορίας ανθρώπων· ζητεί, στο πλαίσιο αυτό, από τα κράτη μέλη να αυξήσουν τη διασυνοριακή συνεργασία και την ανταλλαγή γνώσεων με τους αρμόδιους οργανισμούς της ΕΕ, όπως η Eurojust, η Ευρωπόλ, ο FRA, η Frontex, ο CEPOL, το EIGE, και η EASO, στο πλαίσιο της καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων·

64. τονίζει τον ζωτικό ρόλο που διαδραματίζει η Eurojust στη συνεργασία και τον συντονισμό σύνθετων ερευνών και διώξεων μεταξύ των δικαστικών αρχών στα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων μέσω του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, καθώς και μέσω της χρήσης κοινών ερευνητικών ομάδων· καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι περισσότερες υποθέσεις εμπορίας ανθρώπων παραπέμπονται έγκαιρα στη Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί ο συντονισμός των δικαστικών ερευνών και διώξεων μεταξύ των κρατών μελών και με τρίτες χώρες· ενθαρρύνει την αυξημένη χρήση κοινών ερευνητικών ομάδων με την υποστήριξη της Eurojust και της Ευρωπόλ, δεδομένου ότι αυτό το εργαλείο δικαστικής συνεργασίας έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικό στην καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων·

65. ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να αυξήσουν την ανταλλαγή δεδομένων και πληροφοριών για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, χρησιμοποιώντας τους σχετικούς πόρους και τις βάσεις δεδομένων της Ευρωπόλ·

66. καλεί τον CEPOL να παράσχει κατάρτιση στις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου προκειμένου να εξασφαλιστούν οι τυποποιημένες προσεγγίσεις στις έρευνες και η προστασία των θυμάτων·

Συστάσεις

67. καλεί την Επιτροπή να αναθεωρήσει την οδηγία για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων μετά από ενδελεχή εκτίμηση επιπτώσεων, προκειμένου να βελτιωθούν τα μέτρα για την πρόληψη, την αντιμετώπιση και τη δίωξη όλων των μορφών εμπορίας ανθρώπων, ιδίως όσον αφορά τη σεξουαλική εκμετάλλευση, ως τον μεγαλύτερο τομέα εμπορίας ανθρώπων· να αντιμετωπίσει τη χρήση των διαδικτυακών τεχνολογιών τόσο για τη διάδοση όσο και για την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων· να βελτιώσει τα μέτρα για την πρόληψη και τον έγκαιρο εντοπισμό των θυμάτων και την εύκολη και άνευ όρων πρόσβαση σε συνδρομή και προστασία, ενισχύοντας παράλληλα μια οριζόντια προοπτική που λαμβάνει υπόψη τη διάσταση του φύλου και της παιδικής ηλικίας σε όλες τις μορφές εμπορίας ανθρώπων·

68. καλεί την Επιτροπή να τροποποιήσει την οδηγία για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη ποινικοποιούν ρητά την εν γνώσει χρήση όλων των υπηρεσιών που παρέχονται από θύματα εμπορίας και περιλαμβάνουν εκμετάλλευση, όπως προτείνεται στο άρθρο 18 της οδηγίας για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, δεδομένου του σοβαρού και εκτεταμένου χαρακτήρα του εν λόγω εγκλήματος σε ολόκληρη την ΕΕ και του μικρού αριθμού διώξεων· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η απόδειξη της γνώσης σχετικά με τη χρήση των υπηρεσιών ενός θύματος εμπορίας ανθρώπων αποτελεί δύσκολο ζήτημα για τις εισαγγελικές αρχές· τονίζει ότι η δυσκολία εξεύρεσης αποδεικτικών στοιχείων δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη πειστικό επιχείρημα για τη μη αντιμετώπιση ενός συγκεκριμένου είδους συμπεριφοράς ως ποινικού αδικήματος· επισημαίνει ότι ο περιορισμός της ποινικής ευθύνης μόνο στην περίπτωση στην οποία ο χρήστης έχει άμεση και πραγματική γνώση του γεγονότος ότι το πρόσωπο είναι θύμα εμπορίας ανθρώπων δημιουργεί ένα πολύ υψηλό όριο για την άσκηση διώξεων· θεωρεί ότι το επίπεδο γνώσης που θα πρέπει να απαιτείται για το αδίκημα αυτό θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ενδελεχούς εξέτασης· θεωρεί ότι ο χρήστης θα πρέπει να αποδεικνύει ότι λήφθηκαν όλα τα εύλογα μέτρα για να αποφευχθεί η χρήση υπηρεσιών θύματος· εκφράζει την ανησυχία του για το γεγονός ότι οι αρχές επιβολής του νόμου δεν γνωρίζουν επαρκώς την εν γνώσει χρήση υπηρεσιών από θύματα εμπορίας ανθρώπων, την έλλειψη δικαστικής πρακτικής αναφορικά με τη σχετική διάταξη και τους ανεπαρκείς και ακατάλληλους ανθρώπινους πόρους που διατίθενται· τονίζει ότι είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την αύξηση του αριθμού των ερευνών και των διώξεων, και να μειώσουν το βάρος που επιφορτίζει τα θύματα και τις μαρτυρίες τους κατά τη διάρκεια των διαδικασιών συλλογής αποδεικτικών στοιχείων· ζητεί τακτική και εξατομικευμένη κατάρτιση για ανακριτές, εισαγγελείς και δικαστές, καθώς και συστηματική χρήση χρηματοοικονομικών ερευνών και άλλων αποτελεσματικών ερευνητικών εργαλείων που βασίζονται σε εμπιστευτικές πληροφορίες, τα οποία μπορούν να παρέχουν ένα φάσμα αποδεικτικών στοιχείων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν επιπλέον των μαρτυριών των θυμάτων· καλεί τα κράτη μέλη να διαθέσουν επαρκείς οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους για την κατάλληλη αντιμετώπιση αυτού του εγκλήματος·

69. καλεί την Επιτροπή να δημοσιεύσει συγκεκριμένη και ειδική στρατηγική της ΕΕ για την εξάλειψη της εμπορίας ανθρώπων χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, να αντιμετωπίσει την εμπορία ανθρώπων ως τομέα προτεραιότητας και μέσω ενός ολοκληρωμένου νομικού πλαισίου και πλαισίου πολιτικής που λαμβάνει υπόψη τη διάσταση του φύλου και της παιδικής ηλικίας·

70. υπενθυμίζει ότι η οδηγία πρέπει να εφαρμόζεται πλήρως, συνεκτικά και επιμελώς από όλους τους φορείς στον τομέα, συμπεριλαμβανομένων των νομοθετών, των δικαστών, των εισαγγελέων, της αστυνομίας και των δημόσιων διοικήσεων· τονίζει ότι είναι απαραίτητη η δέουσα κατάρτιση όλων αυτών των φορέων, καθώς και οι προληπτικές εκστρατείες ευαισθητοποίησης και η συνεργασία μεταξύ των δημόσιων διοικήσεων και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών· ζητεί από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εντείνουν τις προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση·

71. καλεί την Επιτροπή να αξιολογεί και να επανεξετάζει τακτικά την εφαρμογή της οδηγίας για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων από τα κράτη μέλη και να υποβάλλει έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1, αξιολογώντας τον βαθμό στον οποίο τα κράτη μέλη έχουν λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθούν με την οδηγία και τον αντίκτυπο της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, και να θεσπίσει επειγόντως διαδικασίες επί παραβάσει όταν υπάρχει έλλειψη αποτελεσματικής εφαρμογής, να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και να υποβάλει προτάσεις για την αναθεώρησή της·

72. καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει την αναθεώρηση της οδηγίας 2004/81/ΕΚ σχετικά με τη χορήγηση αδειών διαμονής στα θύματα εμπορίας ανθρώπων που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα θύματα δεν θα επιστρέψουν μετά τη λήξη της περιόδου περίσκεψης και ότι οι άδειες διαμονής για τα θύματα εμπορίας δεν θα εξαρτώνται από τη συμμετοχή ή την προθυμία των θυμάτων να συμμετάσχουν στην έρευνα ή την ποινική διαδικασία της υπόθεσης· καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι η άνευ όρων πρόσβαση σε συνδρομή και στήριξη που ορίζει η οδηγία 2011/36/ΕΕ συνάδει με την οδηγία 2004/81/ΕΚ και την εφαρμογή της·

73. καλεί τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να ορίσουν, να διαθέσουν και να δεσμεύσουν επαρκή κονδύλια για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω χρηματοδοτικών δυνατοτήτων των ευρωπαϊκών ταμείων και έργων, όπως είναι το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης (AMIF), το Ταμείο Εσωτερικής Ασφάλειας (ΤΕΑ) και το σκέλος «Δάφνη» του προγράμματος «Πολίτες, ισότητα δικαιώματα και αξίες» στο νέο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο·

74. καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να διοργανώσουν ενημερωτικές εκστρατείες για τα δυνητικά θύματα και για την ενημέρωσή τους σχετικά με τη συνδρομή, την προστασία και τα δικαιώματά τους σε όλες τις χώρες της ΕΕ·

75. καλεί την Επιτροπή να διεξαγάγει τεκμηριωμένη έρευνα σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου για τα δυνητικά θύματα και τον τρόπο με τον οποίο οι διάφοροι τομείς πολιτικής διασταυρώνονται με την εμπορία ανθρώπων σε τομείς κινδύνου·

76. καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν μια προσέγγιση με γνώμονα τα ανθρώπινα δικαιώματα για την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων, με έμφαση στα δικαιώματα των θυμάτων, να συνεργαστούν με την κοινωνία των πολιτών για την παροχή των απαραίτητων υπηρεσιών και συνδρομής στα θύματα και να διασφαλίσουν ότι έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη, την αποζημίωση και την επανόρθωση·

77. τονίζει ότι είναι σημαντικό να υιοθετηθεί μια συνεκτική προσέγγιση, ώστε να βελτιωθεί ο εντοπισμός πιθανών θυμάτων στο πλαίσιο των μεταναστευτικών ροών και στα κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης, να βελτιωθεί η πρόσβαση στις διαδικασίες ασύλου και να διασφαλιστεί η συμπληρωματικότητά τους με τις διαδικασίες που σχετίζονται με την εμπορία ανθρώπων· καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει την εφαρμογή της οδηγίας για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και να υποβάλει προτάσεις για την αναθεώρησή της·

78. καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να λάβουν επείγοντα μέτρα κατά των εγκληματικών ομάδων που δραστηριοποιούνται στην παράνομη διακίνηση μεταναστών και την εμπορία ανθρώπων, δεδομένου ότι είναι πιθανό τα άτομα που διακινούνται παράνομα να καταστούν θύματα εμπορίας, καθώς και να αξιολογούν τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες και τα πλέον ευάλωτα άτομα, και ιδίως οι ασυνόδευτοι ανήλικοι, τα παιδιά που έχουν αποχωριστεί τις οικογένειές τους και οι γυναίκες· υπογραμμίζει, στο πλαίσιο αυτό, την ανάγκη να διασφαλιστούν πιο νόμιμες και ασφαλείς μεταναστευτικές οδοί, προκειμένου να αποτραπεί η εκμετάλλευση ευάλωτων ατόμων με παράτυπο καθεστώς·

79. καλεί τα κράτη μέλη, ως απόκριση στην πανδημία COVID-19, να καταρτίσουν ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης, προκειμένου να διασφαλίσουν την ελάχιστη λειτουργία των συστημάτων για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων σε περιστάσεις έκτακτης ανάγκης· σημειώνει ότι το σχέδιο έκτακτης ανάγκης θα πρέπει να διασφαλίζει ότι μια ελάχιστη δέσμη υπηρεσιών θα είναι διαθέσιμη στα θύματα για την κάλυψη των άμεσων αναγκών τους κατά τη διάρκεια της περιόδου στην οποία οι ευκαιρίες για παραπομπή, προστασία και διερεύνηση της υπόθεσης και για δικαστικές διαδικασίες είναι μειωμένες·

80. καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει τη συνέχιση του έργου του Συντονιστή Δράσης κατά της Εμπορίας της ΕΕ μέσω του διορισμού ενός Συντονιστή Δράσης κατά της Εμπορίας της ΕΕ πλήρους απασχόλησης, και να τον συμπεριλάβει στη νέα στρατηγική για την εμπορία ανθρώπων·

°

° °

81. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.

 

 

ΠΛHΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία της έγκρισης

27.1.2021

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

80

10

10

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Magdalena Adamowicz, Κωνσταντίνος Αρβανίτης, Malik Azmani, Simona Baldassarre, Katarina Barley, Pernando Barrena Arza, Pietro Bartolo, Nicolas Bay, Robert Biedroń, Vladimír Bilčík, Vasile Blaga, Vilija Blinkevičiūtė, Ioan-Rareş Bogdan, Patrick Breyer, Saskia Bricmont, Annika Bruna, Jorge Buxadé Villalba, Damien Carême, Caterina Chinnici, Clare Daly, Marcel de Graaff, Margarita de la Pisa Carrión, Anna Júlia Donáth, Lena Düpont, Rosa Estaràs Ferragut, Laura Ferrara, Nicolaus Fest, Frances Fitzgerald, Cindy Franssen, Heléne Fritzon, Jean-Paul Garraud, Maria Grapini, Sylvie Guillaume, Balázs Hidvéghi, Alicia Homs Ginel, Evin Incir, Sophia in ‘t Veld, Lívia Járóka, Marina Kaljurand, Assita Kanko, Fabienne Keller, Peter Kofod, Łukasz Kohut, Arba Kokalari, Moritz Körner, Alice Kuhnke, Jeroen Lenaers, Juan Fernando López Aguilar, Elżbieta Katarzyna Łukacijewska, Lukas Mandl, Nuno Melo, Roberta Metsola, Nadine Morano, Javier Moreno Sánchez, Andżelika Anna Możdżanowska, Maria Noichl, Maite Pagazaurtundúa, Pina Picierno, Sirpa Pietikäinen, Nicola Procaccini, Emil Radev, Samira Rafaela, Paulo Rangel, Evelyn Regner, Terry Reintke, Diana Riba i Giner, Eugenia Rodríguez Palop, María Soraya Rodríguez Ramos, Christine Schneider, Ralf Seekatz, Michal Šimečka, Birgit Sippel, Martin Sonneborn, Sylwia Spurek, Jessica Stegrud, Tineke Strik, Ramona Strugariu, Annalisa Tardino, Tomas Tobé, Isabella Tovaglieri, Dragoş Tudorache, Milan Uhrík, Ernest Urtasun, Tom Vandendriessche, Hilde Vautmans, Bettina Vollath, Ελισσάβετ Βόζεμπεργκ-Βρυωνίδη, Jadwiga Wiśniewska, Elena Yoncheva

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Isabella Adinolfi, Abir Al-Sahlani, Bartosz Arłukowicz, Malin Björk, Gwendoline Delbos-Corfield, Andor Deli, Romeo Franz, Beata Kempa, Radka Maxová, Domènec Ruiz Devesa, Juan Ignacio Zoido Álvarez

 


ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

80

+

ECR

Assita Kanko, Beata Kempa, Andżelika Anna Możdżanowska, Jadwiga Wiśniewska

NI

Isabella Adinolfi, Laura Ferrara, Martin Sonneborn

PPE

Magdalena Adamowicz, Bartosz Arłukowicz, Vladimír Bilčík, Vasile Blaga, Ioan-Rareş Bogdan, Lena Düpont, Rosa Estaràs Ferragut, Frances Fitzgerald, Cindy Franssen, Arba Kokalari, Jeroen Lenaers, Elżbieta Katarzyna Łukacijewska, Lukas Mandl, Nuno Melo, Roberta Metsola, Sirpa Pietikäinen, Emil Radev, Paulo Rangel, Christine Schneider, Ralf Seekatz, Tomas Tobé, Ελισσάβετ Βόζεμπεργκ-Βρυωνίδη, Juan Ignacio Zoido Álvarez

Renew

Abir Al-Sahlani, Malik Azmani, Anna Júlia Donáth, Sophia in 't Veld, Fabienne Keller, Moritz Körner, Radka Maxová, Maite Pagazaurtundúa, Samira Rafaela, María Soraya Rodríguez Ramos, Michal Šimečka, Ramona Strugariu, Dragoş Tudorache, Hilde Vautmans

S&D

Katarina Barley, Pietro Bartolo, Robert Biedroń, Vilija Blinkevičiūtė, Caterina Chinnici, Heléne Fritzon, Maria Grapini, Sylvie Guillaume, Alicia Homs Ginel, Evin Incir, Marina Kaljurand, Łukasz Kohut, Juan Fernando López Aguilar, Javier Moreno Sánchez, Maria Noichl, Pina Picierno, Evelyn Regner, Domènec Ruiz Devesa, Birgit Sippel, Bettina Vollath, Elena Yoncheva

The Left

Κωνσταντίνος Αρβανίτης, Pernando Barrena Arza, Malin Björk, Eugenia Rodríguez Palop

Verts/ALE

Patrick Breyer, Saskia Bricmont, Damien Carême, Gwendoline Delbos-Corfield, Romeo Franz, Alice Kuhnke, Terry Reintke, Diana Riba i Giner, Sylwia Spurek, Tineke Strik, Ernest Urtasun

 

10

-

ECR

Jorge Buxadé Villalba, Margarita de la Pisa Carrión

ID

Nicolas Bay, Annika Bruna, Nicolaus Fest, Jean-Paul Garraud, Marcel de Graaff, Tom Vandendriessche

NI

Milan Uhrík

PPE

Nadine Morano

 

10

0

ECR

Nicola Procaccini, Jessica Stegrud

ID

Simona Baldassarre, Peter Kofod, Annalisa Tardino, Isabella Tovaglieri

PPE

Andor Deli, Balázs Hidvéghi, Lívia Járóka

The Left

Clare Daly

 

Υπόμνημα χρησιμοποιούμενων συμβόλων:

+ : υπέρ

- : κατά

0 : αποχή

 

Τελευταία ενημέρωση: 5 Φεβρουαρίου 2021
Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου